Στους σαράντα δύο μήνες της κατοχής, οι εμπειρίες των ανθρώπων υπήρξαν έντονες, οριακές, σε τρόπο που θυμίζουν αρχαία τραγωδία. Η αίσθηση του χρόνου έχει ανατραπεί. Κι ενώ η ιστορία κυλούσε γρήγορα, η ζωή των ανθρώπων κυλούσε αβέβαια και βασανιστικά. Πόσες φορές δεν ακούσαμε τους μεγαλύτερους να επικαλούνται και να ανακαλούν στη μνήμη τους τον καιρό της κατοχής. Με τρόπους απλούς, όπως οι γιαγιάδες που μιλούν στα εγγόνια τους, οι γενιές που έζησαν εκείνα τα χρόνια, διεκδίκησαν την καταγραφή της εμπειρίας τους στη συλλογική μνήμη: « Στην κατοχή εμείς παιδάκι μου…» Μια γιαγιά, η κυρία ΄Αννα Σαρρή, έζησε τα τρυφερά χρόνια της παιδικής ηλικίας στην Κατοχική Αθήνα. Πιο συγκεκριμένα στον Πειραιά, όπου ζούσε με την οικογένειά της πριν έρθει -μικρή κοπέλα ακόμη- να εγκατασταθεί στην Ρόδο , μοιράζεται μαζί μας θήμησες από εκείνη την σκοτεινή περίοδο. Ιστορίες, που αντικατέστησαν πολλές φορές τα παραμύθια που έλεγε στα τρία της αγόρια και στα οκτώ εγγόνια της. Ιστορίες μέσα από τα μάτια ενός παιδιού της κατοχής.
Κυρία ΄Αννα, η κατοχή σας βρήκε στην ηλικία των 11 ετών. Αλήθεια, ποια είναι τα συναισθήματα ενός παιδιού που ζει αυτή την περίοδο; Ποιο θυμόσαστε να κυριαρχεί;
Φόβος…
Τι είχατε καταλάβει ότι συμβαίνει;
Ακούγαμε για πόλεμο. Δεν ξέραμε τι ήταν. Το μόνο που είχαμε καταλάβει, ήταν, ότι δεν θα είχαμε να φάμε.
Πως θυμόσαστε τις παιδικές σας παρέες; Παίζατε;
Όχι, δεν παίζαμε. Την θέση της παιδικής ανεμελιάς και του παιχνιδιού, είχε πάρει η στενοχώρια. Κανένα παιδί δεν έβλεπες χαμογελαστό. Την θέση των παιχνιδιών, είχαν πάρει κουβέντες για τον πόλεμο, για το τι θα φάμε. Αυτά λέγαμε όταν μαζευόμασταν στην πλατεϊτσα που παλιά γέμιζε από χαρούμενες παιδικές φωνές και παιχνίδια.
Για την πείνα έχουμε ακούσει πολλά. Πως την αντιμετώπιζε ένα παιδί; Ποια είναι η δική σας εμπειρία;
Πηγαίναμε στο φούρνο, μέχρι να εξαλειφθεί τελείως το ψωμί και παίρναμε τα δράμια που μας αναλογούσαν. Που να χορτάσουμε οκτώ παιδιά... Το ψωμί, το τρώγαμε κρατώντας τη χούφτα μας κάτω από στόμα για να μη χάσουμε κανένα ψίχουλο. Όταν δεν βρίσκαμε πια ψωμί τρώγαμε μπομπότα.
΄Οσο περνούσε ο καιρός η πείνα έσφιγγε. Τρώγαμε χόρτα που μαζεύαμε από τα χωράφια γύρω απ’ το σπίτι. Μαζεύαμε κι εμείς τα μικρά. Πεινασμένα και παγωμένα από το κρύο μαζεύαμε ότι βρίσκαμε, προκειμένου να γεμίσει γρήγορα το καλάθι και να γυρίσουμε σπίτι. Θυμάμαι τη μάνα μας να κλαίει. Και προσπαθούσαμε να βρούμε τρόπους να πουλήσουμε οτιδήποτε προκειμένου να φέρουμε λίγα λεφτά για φαγητό.
Θυμάμαι, κάποτε στο Κερατσίνι, είχε βγει στη θάλασσα πετρέλαιο. Πηγαίναμε με τον αδελφό μου και μαζεύαμε πετρέλαιο σε ένα τενεκεδάκι. Μετά το πουλάγαμε. Εκεί κοντά ήταν η Ηλεκτρική. Πηγαίναμε και μαζεύαμε όσα κάρβουνα έπεφταν από το βαγονάκι που τα μετέφερε και τα πηγαίναμε στη μάνα μας . ΄Οταν ήμασταν έξω, πάντα κοιτάγαμε χάμω. Ψάχναμε. Κι ότι βρίσκαμε το μοιραζόμασταν. Βρίσκαμε για παράδειγμα ένα πεταμένο τσαμπί σταφύλι που να είχαν ξεχαστεί πάνω λίγες ρόγες. Τις μοιραζόμασταν.
Περνούσα μια μέρα από μια μάντρα που πετούσαν σκουπίδια. Είδα ένα πιάτο αναποδογυρισμένο. Είχε λίγο πλιγούρι. Το πήρα για να το πάω σπίτι. Αλλά πεινούσα τόσο πολύ που το έφαγα μέχρι να φτάσω. Μια μέρα στον ηλεκτρικό, ένας Γερμανός, έδινε φασόλια σε ένα παιδί. ΄Ηθελα κι εγώ, αλλά δεν είχα που να τα βάλω. Βρήκα χάμω ένα πακέτο από τσιγάρα. Μου έβαλε εκεί λίγα. Ο πατέρας μου από πείνα πέθανε. Εκείνη την ημέρα, δεν ξέρω πως έτυχε να έχουμε βρει πατάτες για φαγητό. Αργότερα, ο μικρός μου αδελφός έλεγε: « Θυμάμαι πότε πέθανε ο μπαμπάς. Την ημέρα που είχαμε πατάτες να φάμε» . Φαντάσου… Πως θυμόμαστε ημερομηνίες για κάποιο σημαντικό γεγονός; Τότε θυμόμασταν, τις ημέρες που είχαμε να φάμε...
Η φωνή της κυρίας ‘ Αννας σπάει. Δακρυσμένη συνεχίζει:
Η χειρότερη εικόνα μου, είναι το καροτσάκι με τους πεθαμένους που τους πηγαίνανε στο νεκροταφείο της Ανάστασης. Θυμάμαι τα πόδια τους που ήταν πρησμένα. Θυμάμαι, τους ανθρώπους που γυρνούσαν στο δρόμο και φώναζαν δυνατά « Πεινάωωω, πεινάωωω»
Η κυρία ‘ Αννα κλαίει. Αλλάζω κουβέντα.
Πείτε μου για τους σαλταδόρους
΄Ηταν συνήθως νέοι. Αλλά δεν ήταν μόνο οι σαλταδόροι που πήδαγαν στα γερμανικά καμιόνια για να κλέψουν τους Γερμανούς. ‘ Ηταν πολλοί που κρατούσαν ένα ξυράφι πάνω τους και μ’ αυτό, σκίζανε το τσουβαλάκι που κρατούσες και βουτούσαν ότι έπεφτε κάτω. Αν τους έδινες όμως λίγο απ’ αυτό που κρατούσες την γλύτωνες. Από τους σαλταδόρους δεν γλύτωνε κανένας. Πιο πολύ π’ όλους τους φοβόντουσαν οι μαυραγορίτες. Γι’ αυτό και πάνω τους κρατούσαν μόνο δείγματα από ότι πούλαγαν. Είχαν για παράδειγμα σ’ ένα κουτάκι δείγματα από φασόλια. Κι αν είχες λεφτά παράγγελνες από ποια ήθελες.
Για τους καταδότες; Τι ξέρατε τα παιδιά γι’ αυτούς;
Στη γειτονιά μας είχαμε κάποιον, πιο κάτω από το σπίτι μας που ερχόταν εκεί που καθόμασταν τα παιδιά και ρωτούσε « Ο μπαμπάς σου που είναι; Στο ΕΑΜ ή στον ΕΛΑΣ;» Πονηρεμένα εμείς δεν του απαντούσαμε. Τους βλέπαμε στα μπλόκα. Όταν ακούγαμε πιστολιά ήταν μπλόκο. Τρέχαμε να δούμε. Πρώτη και καλύτερη εγώ σαν περίεργη που ήμουν. Τους βλέπαμε που φορούσαν μια σακούλα στο κεφάλι με δυο τρύπες στα μάτια. ‘ Εδειχναν με το χέρι κάποιον και τον έπιαναν οι Γερμανοί.
Πως βλέπατε τους Γερμανούς; Τι αισθανόσασταν γι’ αυτούς;
Φοβόμασταν πολύ. Πολλά βράδια ακούγαμε αρβύλες στο δρόμο. Ξυπνάγαμε και η μάνα μου έκρυβε τα μεγαλύτερα αγόρια κάτω από το κρεβάτι. ΄Υστερα, έβαζε εμάς τα κορίτσια και καθόμασταν πάνω. Μια νύχτα μπήκε μέσα στο σπίτι μεθυσμένος ένας Γερμανός. ‘ Εψαξε τα συρτάρια. Βρήκε ένα πορτοφόλι που είχε μέσα φωτογραφίες. Είδε ότι δεν υπήρχε τίποτε για να πάρει και έφυγε. Αλλά η τρομάρα έμεινε.
Ποιο είναι εκείνο το γεγονός που σαν παραμύθι έχετε διηγηθεί στα παιδιά σας;
Την μάχη της Ηλεκτρικής. Η ΠΑΟΥΕΡ όπως την λέγαμε τότε, έδινε ηλεκτρική ενέργεια στην Αθήνα, στον Πειραιά, στην Αττική. ΄Ηταν η τελευταία μάχη πριν φύγουν οι Γερμανοί. Ηταν πρωί. Είχε ακουστεί ο θόρυβος από την ανατίναξη των δεξαμενών της SHELL. Tα παιδικά μας μάτια είδαν τα καζάνια, όπως λέγαμε τις δεξαμενές, να παίρνουν φωτιά και φλεγόμενες να καίνε ότι υπήρχε εκεί. Είχα βγει έξω και είδα ένα αυτοκίνητο γεμάτο Γερμανούς . Πηγαίνανε για την Πάουερ. Οι ΕΛΑΣίτες, ήταν ήδη πάνω στο φουγάρο της ηλεκτρικής και τους περίμεναν. Με χωνιά, καλούσαν τον κόσμο να απομακρυνθεί. Εμείς εκεί. ΄Ολα τα παιδιά, ακούνητα καθόμασταν και βλέπαμε, από απόσταση ασφαλείας μεν, αλλά σε μέρος που μας επέτρεπε να βλέπουμε ότι γινόταν. Δώσανε όπλα στους εργάτες κι ανοίξανε πυρ με τους Γερμανούς. Kροτάλιζαν τα όπλα. Μας κούφαιναν.Οι χειροβομβίδες έπεφταν σύννεφο. Σκοτωθήκανε 17 ΄Ελληνες και πολλοί Γερμανοί. Τους βλέπαμε που τους είχαν ξαπλωμένους χάμω. Είδαμε και τους Γερμανούς αιχμαλώτους που τους έπαιρναν. Φοβισμένοι οι κακόμοιροι, με σκυμμένο κεφάλι ( η κυρία ΄Αννα κάνει έναν μορφασμό λύπης…) Θυμάμαι το τραγούδι που τραγουδούσαν οι Ελασίτες μετά την μάχη. «επέσατε θύματα αδέλφια εσείς, επέσατε θύματα, σε άνιση Πάλη κι Αγώνα, λευτεριά …» δεν το θυμάμαι καλά...
Κυρία ' Αννα, είπατε «οι κακόμοιροι» για τους Γερμανούς. Τους λυπηθήκατε;
Ε… ναι, άνθρωποι ήταν κι αυτοί…
( Ακούγοντας αυτό, σταμάτησα προς στιγμήν, για να σκεφτώ, εάν είναι αυτό που λέμε μεγαλείο ψυχής, άνθρωπιά…)
Πως θυμάστε την ημέρα της απελευθέρωσης;
Χτύπαγαν οι καμπάνες. Όλοι είχαμε βγει στο δρόμο. Εκείνο που θυμάμαι, είναι πως έτρεξαν πάρα πολλοί στο «Σαπουνάδικο». Εργοστάσιο που έφτιαχνε σαπούνια ήταν, αλλά οι Γερμανοί το είχαν κάνει αποθήκες. ΄Ετρεξαν, να πάρουν ότι βρουν από τρόφιμα. Είχα πάει κι εγώ. Αλλά ήμουν άτυχη. Δεν βρήκα τρόφιμα αλλά πήρα έναν… άξονα. Ακόμη δεν μπορώ να καταλάβω πως μικρό κοριτσάκι το έφερα αυτό σπίτι. Ακόμη υπάρχει. Ενθύμιο…
Κυρία ' Αννα, πόλεμο σήμερα δεν έχουμε. Αλλά έχουμε πολλούς ανθρώπους πια που πεινάνε. Τι σκέπτεστε γι’ αυτό;
Βλέπω στην τηλεόραση τους ανθρώπους που ψάχνουν στα σκουπίδια και θυμάμαι την ημέρα που βρήκα στα σκουπίδια μια μπουκιά πλιγούρι. Για να φτάσεις στα σκουπίδια προκειμένου να βρεις κάτι να φας πεινάς πολύ. Αβάσταχτα πολύ.
Η κυρία ' Αννα δακρύζει πάλι…