Φεγγάρι ρυμουλκεῖ κρουαζιερόπλοιο
κάτασπρο φουσκωτό, δαντελωτὰ παραθυράκια
κεντημένο σὰ νυφικὸ φυγῆς γεροντοκόρης
μὲ ρυμουλκούμενο νυμφίο.
Μὲ τὴν εὐκαιρία
ἀνασηκώνομαι στὶς μύτες τῶν καιρῶν
ἐδῶ, στὶς ἐπιχωματώσεις τῶν κυμάτων
νὰ ἀνελκύσω ὅλα ἐκεῖνα τὰ ταξίδια
τὰ ἐπιβατηγὰ
ποῦ φόρτωσα μὲ θέλω καὶ μὲ κάρβουνο.( Κ.Δημουλά)
«Πόνο της φυγής» (mal du départ) τον λέει ο Καββαδίας.
«Φεύγοντας Ακίνητος» γράφει στο βιβλίο του " Οι Δρόμοι μου" ο Ν.Δήμου.
«(...)Πολλά είναι τα πρωινά που ξυπνάω με γεύση ματαιότητας και θανάτου. Όμως είναι και άλλα όπου με διακατέχει μία έντονη επιθυμία απόδρασης. Ονειρεύομαι πως, σιωπηλά, χωρίς κανείς να με πάρει μυρωδιά, μαζεύω μερικά απαραίτητα πράγματα και εξαφανίζομαι. Το που πάω δεν έχει σημασία και αλλάζει από ξημέρωμα σε ξημέρωμα: άλλοτε λιάζομαι σε εξωτικά μέρη και άλλοτε χάνομαι σε μεγαλουπόλεις. Σημασία έχει ότι φεύγω. Αυτή η λαχτάρα της φυγής είναι τόσο έντονη που με πονάει σωματικά».
Ναι το κεφάλαιο λέγεται «Φεύγοντας ακίνητος» γιατί όσο περισσότερο νιώθω αυτόν τον πόθο, τόσο δεν πάω πουθενά. «Οι χειρότερες φυλακές» λέω παρακάτω, δεν είναι αυτές που δεν μπορείς αλλά που δεν θέλεις να φύγεις». Α, το ταξίδι! Έχω κάνει πολλά – αλλά είναι πάντα λίγα. Κι όσο περνάνε τα χρόνια, βγάζω ρίζες και μετακινούμαι πιο δύσκολα. Το ξεκίνημα, το ξερίζωμα πονάει – αλλά μετά νιώθεις φτερό στον άνεμο που σε τρέχει. Και φεύγεις, φεύγεις. Καλύτερα από όλους έχει περιγράψει αυτό το αίσθημα ο Baudelaire:
Mais les vrais voyageurs sont ceux-là seuls qui partent
Pour partir;
Μα οι πραγματικοί ταξιδιώτες είναι αυτοί μόνο που φεύγουν
Για να φύγουν. Ανάλαφρες καρδιές, σαν αερόστατα
Από την μοίρα τους ποτέ δεν απομακρύνονται
Και δίχως να ξέρουν γιατί, λένε πάντα : πάμε!
Ναι, ξύπνησα το πρωί με μια γεύση φυγής στο στόμα. Κι όσο μπορώ, θα την αξιοποιήσω. Ίσως μέσα στη μέρα πεταχτώ σε έναν από τους Κρυφούς Τόπους όπου μπορείς να μείνεις μόνος μέσα σε πολλή ομορφιά. Έχω ένα κατάλογο από αυτούς τους τόπους – κάτι πανέμορφοι αρχαιολογικοί χώροι σε ακτίνα δύο ωρών από την Αθήνα, όπου δεν θα συναντήσετε ποτέ επισκέπτη ή τουρίστα (ίσως κανένα αρχαιομανή Γερμανό) ακόμα και στην μεγάλη τουριστική έξαρση.
Η φυγή. Το ταξίδι. Κι αν ακόμα δεν φύγω, η αίσθηση της αλλαγής με γέμισε.
«Αλλά αχ, εκείνα τα πρωινά που σε πλημμυρίζει η βεβαιότητα της απόδρασης! Τώρα, λες, ΤΩΡΑ θα τα παρατήσω όλα και θα φύγω. Για μια στιγμή είσαι γεμάτος και ευτυχής».
(Ευχαριστώ για την φωτογραφία τον φίλο Μανώλη. Είναι ένα υπέροχο ιστιοφόρο που έρχεται στο λιμάνι της Ρόδου. Χάρμα οφθαλμών όταν το βλέπεις να πλέει με ανοιχτά όλα του τα πανιά αλλά και έντονη αίσθηση του " mal du départ" )
κάτασπρο φουσκωτό, δαντελωτὰ παραθυράκια
κεντημένο σὰ νυφικὸ φυγῆς γεροντοκόρης
μὲ ρυμουλκούμενο νυμφίο.
Μὲ τὴν εὐκαιρία
ἀνασηκώνομαι στὶς μύτες τῶν καιρῶν
ἐδῶ, στὶς ἐπιχωματώσεις τῶν κυμάτων
νὰ ἀνελκύσω ὅλα ἐκεῖνα τὰ ταξίδια
τὰ ἐπιβατηγὰ
ποῦ φόρτωσα μὲ θέλω καὶ μὲ κάρβουνο.( Κ.Δημουλά)
«Πόνο της φυγής» (mal du départ) τον λέει ο Καββαδίας.
«Φεύγοντας Ακίνητος» γράφει στο βιβλίο του " Οι Δρόμοι μου" ο Ν.Δήμου.
«(...)Πολλά είναι τα πρωινά που ξυπνάω με γεύση ματαιότητας και θανάτου. Όμως είναι και άλλα όπου με διακατέχει μία έντονη επιθυμία απόδρασης. Ονειρεύομαι πως, σιωπηλά, χωρίς κανείς να με πάρει μυρωδιά, μαζεύω μερικά απαραίτητα πράγματα και εξαφανίζομαι. Το που πάω δεν έχει σημασία και αλλάζει από ξημέρωμα σε ξημέρωμα: άλλοτε λιάζομαι σε εξωτικά μέρη και άλλοτε χάνομαι σε μεγαλουπόλεις. Σημασία έχει ότι φεύγω. Αυτή η λαχτάρα της φυγής είναι τόσο έντονη που με πονάει σωματικά».
Ναι το κεφάλαιο λέγεται «Φεύγοντας ακίνητος» γιατί όσο περισσότερο νιώθω αυτόν τον πόθο, τόσο δεν πάω πουθενά. «Οι χειρότερες φυλακές» λέω παρακάτω, δεν είναι αυτές που δεν μπορείς αλλά που δεν θέλεις να φύγεις». Α, το ταξίδι! Έχω κάνει πολλά – αλλά είναι πάντα λίγα. Κι όσο περνάνε τα χρόνια, βγάζω ρίζες και μετακινούμαι πιο δύσκολα. Το ξεκίνημα, το ξερίζωμα πονάει – αλλά μετά νιώθεις φτερό στον άνεμο που σε τρέχει. Και φεύγεις, φεύγεις. Καλύτερα από όλους έχει περιγράψει αυτό το αίσθημα ο Baudelaire:
Mais les vrais voyageurs sont ceux-là seuls qui partent
Pour partir;
Μα οι πραγματικοί ταξιδιώτες είναι αυτοί μόνο που φεύγουν
Για να φύγουν. Ανάλαφρες καρδιές, σαν αερόστατα
Από την μοίρα τους ποτέ δεν απομακρύνονται
Και δίχως να ξέρουν γιατί, λένε πάντα : πάμε!
Ναι, ξύπνησα το πρωί με μια γεύση φυγής στο στόμα. Κι όσο μπορώ, θα την αξιοποιήσω. Ίσως μέσα στη μέρα πεταχτώ σε έναν από τους Κρυφούς Τόπους όπου μπορείς να μείνεις μόνος μέσα σε πολλή ομορφιά. Έχω ένα κατάλογο από αυτούς τους τόπους – κάτι πανέμορφοι αρχαιολογικοί χώροι σε ακτίνα δύο ωρών από την Αθήνα, όπου δεν θα συναντήσετε ποτέ επισκέπτη ή τουρίστα (ίσως κανένα αρχαιομανή Γερμανό) ακόμα και στην μεγάλη τουριστική έξαρση.
Η φυγή. Το ταξίδι. Κι αν ακόμα δεν φύγω, η αίσθηση της αλλαγής με γέμισε.
«Αλλά αχ, εκείνα τα πρωινά που σε πλημμυρίζει η βεβαιότητα της απόδρασης! Τώρα, λες, ΤΩΡΑ θα τα παρατήσω όλα και θα φύγω. Για μια στιγμή είσαι γεμάτος και ευτυχής».
(Ευχαριστώ για την φωτογραφία τον φίλο Μανώλη. Είναι ένα υπέροχο ιστιοφόρο που έρχεται στο λιμάνι της Ρόδου. Χάρμα οφθαλμών όταν το βλέπεις να πλέει με ανοιχτά όλα του τα πανιά αλλά και έντονη αίσθηση του " mal du départ" )
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου