Θα μου επιτρέψετε, να λοξοδρομήσω λίγο απ’ όλα αυτά που μας πληγώνουν και μας πνίγουν για να θυμηθώ μαζί σας μια απώλεια σαν σήμερα. Μια απώλεια απ’ αυτές που αφήνουν μεγάλο κενό και που μεγαλώνει ακόμη περισσότερο τις μέρες που ζούμε. Την απώλεια ενός Μεγάλου ‘ Ελλληνα, Μεγάλου του κόσμου. Του ακριβού μας, Μάνου Χατζιδάκι.
Μάνος Χατζιδάκις. H προσωπική μας υπόθεση. Όχι του κράτους, όχι των φεστιβάλ, όχι των εορτών και πανηγύρεων.Είναι υπόθεση που διεγείρει μέσα μας το αίτημα για πολιτισμό, αισθητική, ελευθερία, καθρέφτισμα της εγκλωβισμένης μας ψυχής .
Δεν λείπει ετούτο στους πολλούς, γι' αυτό μιλώ για υπόθεση σαφώς προσωπική.
Eίμαστε τυχεροί που μάθαμε να μιλάμε τη γλώσσα του.
Μέλλον εποίησε.
Το έργο του,η ζωή του,τα λόγια του ακριβός καρπός στα χέρια μας.
Γράμματα που μας έστελνε όταν ήθελε κάτι να μας πει κι εμείς μπορεί και να μη τ' ανοίγαμε.
Να λοιπόν ήρθε ο καιρός.
Κάθε που κάτι νιώθουμε και πάμε να πούμε "κακοκαιρίες",παραδομένοι μες σε θολά νερά, εκείνο το "ύδωρ πολύ ου δυνήσεται σβέσαι την αγάπην. Κραταιά ως Θάνατος Αγάπη" από το Άσμα Ασμάτων, στον "Μεγάλο Ερωτικό" γίνεται σχεδία και κιβωτός μέχρι το σπίτι μας.
Σ'ευχαριστώ που υπήρξες δάσκαλος της εφηβείας μου.
Με το πρώτο άκουσμα,δώρο του πατέρα ,εκείνον τον δίσκο από βινύλιο "Το χαμόγελο της Τζοκόντα".
Σ'ευχαριστώ που ήσουν αιτία από τότε να ξεχωρίζω και να αποκλείω τους "δήθεν επώνυμους" απ' τη ζωή μου.
΄Ηξερες καλά να δείχνεις δόντια, να αποκαλύπτεις πάθη, ελαττώματα, γοητευτικές ατέλειες, μέλη ελλιπή, μιας οντότητας που παραδεχόταν πως ήταν ικανή για τα καλύτερα και ταχειρότερα,ταυτόχρονα. Ποτέ δεν καταδέχτηκες να υποδυθείς τον αναμάρτητο.
Θυμάμαι την εφηβική μου κατάπληξη, όταν σε τηλεοπτική εκπομπή,(τότε που καθημερινά κάποιοι σε αποκαλούσαν κίναιδο) διάλεξες τρόπο χιουμοριστικό, αλλά και πολιτικό, για να επιβεβαιώσεις την ομοσεξουαλικότητα σου:
"Οι Έλληνες καλλιτέχνες είναι είτε αριστεροί είτε ομοφυλόφιλοι -εγώ πάντως αριστερός δεν είμαι..."
Μάθημα η κηδεία σου, εκείνο τον τον Ιούνιο του 1994.
Δεν επέτρεψες παράτες, δεκάρικους, πολιτικάντικη διαχείριση και τηλεοπτικό κανιβαλισμό.
Σ'ευχαριστώ που ακόμη κι από εκεί,από την "Οδό Ονείρων" που είσαι, μου φέρνεις "νερό στη χούφτα για να πιώ να ξεδιψάσω", όταν διψασμένη και κουρασμένη τρέχω στις σκονισμένες στράτες αυτού του τόπου...
Τα παιδιά του Σείριου,τα παιδιά της Λιλιπούπολης,τα παιδιά του Τρίτου σ'ευχαριστούν!
"Γιατί τα χέρια τα δικά μας την ώρα του ύπνου, ζωγραφίζουν ελεύθερα τους ανέμους, με χρώματα και με σχηματισμούς πτηνών, και μας τοποθετούν παντοτινά μες στους αιώνες, με την αθάνατη κι ερωτική μορφή του Λαχειοπώλη τ΄ Ουρανού... "
ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Γεννήθηκα στις 23 του Οκτώβρη του 1925 στην Ξάνθη τη διατηρητέα κι όχι την άλλη τη φριχτή που χτίστηκε μεταγενέστερα από τους εσωτερικούς της ενδοχώρας μετανάστες. Η συνύπαρξη εκείνο τον καιρό ενός αντιτύπου της μπελ-επόκ, με αυθεντικούς τούρκικους μιναρέδες, έδιναν χρώμα και περιεχόμενο σε μια κοινωνία-πανσπερμία απ' όλες τις γωνιές της Ελλαδικής γης, που συμπτωματικά βρέθηκε να ζει σε ακριτική περιοχή και να χορεύει τσάρλεστον στις δημόσιες πλατείες.
Σαν άνοιξα τα μάτια μου είδα με απορία πολύ κόσμο να περιμένει την εμφάνισή μου (το ίδιο συνέχισα κι αργότερα να απορώ σαν με περίμεναν κάπου καθυστερημένα να φανώ). Η μητέρα μου ήταν από την Αδριανούπολη, κόρη του Κωνσταντίνου Αρβανιτίδη, και ο πατέρας μου απ' την Μύρθιο της Ρεθύμνου, απ' την Κρήτη. Είμαι ένα γέννημα δύο ανθρώπων που καθώς γνωρίζω δεν συνεργάστηκαν ποτέ, εκτός απ΄ την στιγμή που αποφάσισαν την κατασκευή μου. Γι' αυτό και περιέχω μέσα μου χιλιάδες αντιθέσεις κι όλες τις δυσκολίες του Θεού. Όμως η αστική μου συνείδηση, μαζί με τη θητεία μου την λεγόμενη «ευρωπαϊκή», φέραν ένα εντυπωσιακό αποτέλεσμα.
Προσπάθησα όλον το καιρό που μέναμε στην Ξάνθη να γνωρίσω σε βάθος τους γονείς μου και να εξαφανίσω την αδελφή μου. Δεν τα κατάφερα και τα δύο. Έτσι μετακομίσαμε το '32 στην Αθήνα όπου δεν στάθηκε δυνατόν να λησμονήσω την αποτυχία μου.
Άρχιζα να ζω και να εκπαιδεύομαι στην πρωτεύουσα ενώ παράλληλα σπούδαζα τον έρωτα και την ποιητική λειτουργία του καιρού μου. Έλαβα όμως την αττική παιδεία όταν στον τόπο μας υπήρχε και Αττική και Παιδεία. Μ' επηρεάσανε βαθιά ο Ερωτόκριτος, ο Στρατηγός Μακρυγιάννης, το Εργοστάσιο του Φιξ, ο Χαράλαμπος του «Βυζαντίου», το υγρό κλίμα της Θεσσαλονίκης και τα άγνωστα πρόσωπα που γνώριζα τυχαία και παρέμειναν άγνωστα σ' όλα τα χρόνια τα κατοπινά.
Στην κατοχική περίοδο συνειδητοποίησα πόσο άχρηστα ήτανε τα μαθήματα της Μουσικής, μια και μ' απομάκρυναν ύπουλα απ' τους αρχικούς μου στόχους που ήταν να επικοινωνήσω, να διοχετευθώ και να εξαφανιστώ, γι' αυτό και τα σταμάτησα ευθύς μετά την Κατοχή. Έτσι δεν σπούδασα σε Ωδείο και συνεπώς εγλύτωσα απ' το να μοιάζω με τα μέλη του Πανελληνίου Μουσικού Συλλόγου. Έγραψα ποιήματα και πολλά τραγούδια, και ασκήθηκα ιδιαίτερα στο να επιβάλλω τις απόψεις μου με δημοκρατικές διαδικασίες, πράγμα που άλλωστε με ωφέλησε τα μέγιστα σαν έγινα υπάλληλος τα τελευταία χρόνια. Απέφυγα μετά περίσσιας βδελυγμίας ότι τραυμάτιζε το ερωτικό μου αίσθημα και την προσωπική μου ευαισθησία.
Ταξίδεψα πολύ και αυτό με βοήθησε ν' αντιληφθώ πώς η βλακεία δεν ήταν αποκλειστικόν του τόπου μας προϊόν, όπως περήφανα ισχυρίζονται κι αποδεικνύουν συνεχώς οι έλληνες σωβινιστές και της εθνικοφροσύνης οι εραστές. Παράλληλα ανακάλυψα ότι τα πρόσωπα που μ' ενδιαφέρανε έπρεπε να ομιλούν απαραιτήτως ελληνικά, γιατί σε ξένη γλώσσα η επικοινωνία γινότανε οδυνηρή και εξαφάνιζε το μισό μου πρόσωπο.
Το '66 βρέθηκα στην Αμερική. Έμεινα κι έζησα εκεί κάπου έξι χρόνια, τα χρόνια της δικτατορίας, για λόγους καθαρά εφοριακούς - ανεκαλύφθη πως χρωστούσα τρεισήμισι περίπου εκατομμύρια στο δημόσιο.
Όταν εξόφλησα το χρέος μου επέστρεψα περίπου το '72 και ίδρυσα ένα καφενείο που το ονομάσαμε Πολύτροπον, ίσαμε τη μεταπολίτευση του '74, όπου και τόκλεισα γιατί άρχιζε η εποχή των γηπέδων και των μεγάλων λαϊκών εκτονώσεων. Κράτησα την ψυχραιμία μου και δεν εχόρεψα εθνικούς και αντιστασιακούς χορούς στα γυμναστήρια και στα γεμάτα από νέους γήπεδα. Κλείνοντας το Πολύτροπο είχα ένα παθητικό πάλι της τάξεως περίπου των τρεισήμισι εκατομμυρίων - μοιραίος αριθμός, φαίνεται, για την προσωπική μου ζωή.
Από το '75 αρχίζει μια διάσημη εποχή μου που θα την λέγαμε, για να την ξεχωρίσουμε, υπαλληλική, που μ' έκανε ιδιαίτερα γνωστό σ' ένα μεγάλο και απληροφόρητο κοινό, βεβαίως ελληνικό, σαν άσπονδο εχθρό της ελληνικής μουσικής, των ελλήνων μουσικών και της εξίσου ελληνικής κουλτούρας. Μέσα σ' αυτή την περίοδο και ύστερα από ένα ανεπιτυχές έμφραγμα στην καρδιά, προσπάθησα πάλι, ανεπιτυχώς είναι αλήθεια, να πραγματοποιήσω τις ακριβές καφενειακές μου ιδέες πότε στην ΕΡΤ και πότε στο Υπουργείο Πολιτισμού , εννοώντας να επιβάλω τις απόψεις μου με δημοκρατικές διαδικασίες. Και οι δύο όμως τούτοι οργανισμοί σαθροί και διαβρωμένοι από τη γέννησή τους κατάφεραν να αντισταθούν επιτυχώς και, καθώς λεν, να με νικήσουν «κατά κράτος». Παρ΄ όλα αυτά, μέσα σε τούτον τον καιρό γεννήθηκε το Τρίτο κι επιβλήθηκε στη χώρα.
Και τώρα καταστάλαγμα του βίου μου μέχρι στιγμής είναι:
Αδιαφορώ για την δόξα. Με φυλακίζει μες στα πλαίσια που καθορίζει εκείνη κι όχι εγώ.
Πιστεύω στο τραγούδι που μας αποκαλύπτει και μας εκφράζει εκ βαθέων, κι όχι σ' αυτό που κολακεύει τις επιπόλαιες και βιαίως αποκτηθέντες συνήθειές μας.
Περιφρονώ αυτούς που δεν στοχεύουν στην αναθεώρηση και στην πνευματική νεότητα, τους εύκολα «επώνυμους» πολιτικούς και καλλιτέχνες, τους εφησυχασμένους συνομήλικους, την σκοτεινή και ύποπτη δημοσιογραφία καθώς και την κάθε λογής χυδαιότητα.Έτσι κατάφερα να ολοκληρώσω την τραυματισμένη από την παιδική μου ηλικία προσωπικότητα, καταλήγοντας να πουλώ «λαχεία στον ουρανό» και προκαλώντας τον σεβασμό των νεωτέρων μου μια και παρέμεινα ένας γνήσιος Έλληνας και Μεγάλος Ερωτικός.
Μάνος Χατζιδάκις
Η Δημοκρατική της Ρόδου