"Τα παιγνίδια, που έπαιζα παιδί, σχεδόν όλα παιγνίδια δημιουργημένα μέσα στη μοναξιά, ρυθμισμένα μονάχ' από τη φαντασία.
Τα παιγνίδια που γύρευα, που αυτοσχεδίαζα, που καλλιτεχνούσα, που αγαπούσα, και που μεθούσα μ' εκείνα. Τα έπαιζα καταμόναχος, φυλακισμένος μέσα στο σπίτι.
Τα παιγνίδια μου, όσο κι αν είτανε πιο πολύ κοριτσιού, είχαν όλη του αρσενικού την ορμή, την πρωτοβουλία, την τρέλα.
Γινόμουν αράδα αράδα, κατά την περίσταση και κατά τα κέφια μου, δεσπότης, ιεροκήρυκας, δημοδιδάσκαλος, καθηγητής, περιηγητής, γιατρός, στρατηγός, στρατιώτης, συνομιλητής, λιμαδόρος. Φλυαρούσα, ξεφώνιζα, κουβέντιαζα, ρητόρευα, λειτουργούσα, έψελνα, έδερνα, ανεβοκατέβαινα, αγωνιζόμουνα με τους καναπέδες και με τις καρέκλες, με τα βιβλία και με τα τραπέζια, έπιανα γνωριμίες και ξεσυνερίσματα με τους τοίχους, με τα ξύλα, με τα έπιπλα, με τα φουστάνια.
Είχα δοσοληψίες με τα λουλούδια και με τις κοπριές, με τα μερμήγκια της γάστρας και με τα σαμάρια των γαϊδουριών' μόνο τους ανθρώπους γύρω μου δεν τους λογάριαζα.
Το ρυθμό του κόσμου τον αναποδογύριζα.
Οι άνθρωποι μου είτανε τα υλικά και τ' άψυχα' δεν καταδεχόμουνα να τα προσέξω. Οι ζωντανοί μου, όσοι είτανε για τους άλλους τ' άψυχα. Τον κεντιστό για μένα από την ξαδέρφη μου χαρτοφύλακα του σχολείου, που είχα για τα βιβλία μου, τον έκαμα δεσποτική μίτρα καί τον εφορούσα όταν έπαιζα:
Με μια σύνοψη στο χέρι πρωτοστατούσα μεγαλόπρεπα σ' εκκλησιαστικές ιερουργίες. Τη στενή κάμαρα που βρισκόμουνα την έκανα διαδοχικά με το «γεννηθήτω φως» της φαντασίας μου, χωρίς καμιά διασκευαστική φροντίδα, την έκανα άγιο βήμα, νάρθηκα, άμβωνα, ιερό.
Της εκκλησιάς αυτής είμουνα ο καντηλανάφτης, ο αναγνώστης, ο επίτροπος, ο διάκος, ο παπάς, ο επίσκοπος, ο ψάλτης, ο ενορίτης. Μαζί και αράδ' αράδα. Έπειτ' άλλαζα τη σκηνογραφία.
Σ' ένα σεντούκι, απάνω μια καρέκλα κ' ένα τραπεζάκι. Η δασκαλοκαθέδρα. Έκανα την παράδοσή μου. Πρώτα ήσυχα και ακαδημαϊκά. Ύστερα δεν μπορούσα να βαστάξω. Τα μαθητούδια μου άταχτα και αμελή. Ξελαρυγγίζομουν για να τα φέρω στον ίσιο δρόμο. Τίποτε. Μ' έπνιγεν ο θυμός. Άρπαζα τη βέργα. Κατέβαινα, χυμούσα. Μοίραζα ξύλο αλύπητο, δεξιά και αριστερά. Εσείς, προσκέφαλα και στρωσίδια, τραπέζια και καθίσματα, πατώματα και γωνιές, σάλες και κατώγια, κι αν ακόμα υπάρχετε, ακόμα θα βογγάτε από το δάρσιμο.
Τη μανία του σκολειού την κράτησα και πολύ, έπειτ' από τα πρώτα μου παιδιάτικα παιγνίδια, του γυμνασίου αγόρι πια. Ξαλάφρωνα στο σπίτι από την πλήξη της γυμνασιακής παράδοσης μεταμορφώνοντάς τη σε παιγνίδι.
Τον καθηγητή που μ' ενοχλούσε στην τάξη, τον έπαιζα στο σπίτι κ' είμουν ενθουσιασμένος. Μόνος πάντα. Κρατούσα κατάλογο μαθητών, έβαζα κλήρους, είχα πρόγραμμα, πότε παράδιδα Πλούταρχο, πότε Θουκυδίδη, πότε Θεόκριτο.
Ακόμα τάχω στα μάτια μου τα βιβλία των δυο πρώτων, καλοδεμένα, με την έκδοσή τους από τους γερμανούς σοφούς και στη Γερμανία, τον τρίτο από τον Νεόφυτο Δούκα κ' εκδομένο και μεταφρασμένο, κείμενο και μετάφραση, όμοια δύσκολα, κι αμετάφραστα χωρίς τη συνδρομή του δασκάλου, και τ' αρχαία και τ' αρχαιόζηλα.
Κάποιες εξηγήσεις του αδερφού μου που είτανε πια στην Αθήνα φοιτητής, τις είχα κληρονομήσει. Κι όσο πετούσα και καταφρονούσα τα δικά μου τα μαθητικά τετράδια, όταν είχα τετράδια, γιατί, συχνά δυστυχώς, τέτοιο κόπο δεν έπαιρνα, άλλο τόσο έσκυβ' απάνω στις εξηγήσεις του αδερφού μου, περίεργα και φροντισμένα.
Αυτά είτανε τα καθηγητικά μου εφόδια, οι πηγές της σοφίας μου. Παράδιδα σε όλες τις τάξεις. Όλα τα μαθήματα. Εδώ ελληνικά, εκεί Ιστορία, αλλού ψυχολογία. Από όλα κάτι σκάμπαζα.
Μόνο μαθηματικά δεν είχε το πρόγραμμά μου. Τα σιχαινόμουνα γιατί δεν τα ήξερα, ή δεν τα ήξερα γιατί τα σιχαινόμουνα; Ποιος ξέρει! Και τα δυο.
Το μόνο πού θυμούμαι είναι πως κάποιος, δε γνωρίζω αν από το σπίτι μου ή από το σχολείο μου που με πρωτόβαλαν και που πηγαίναμε αντάμα αγόρια και κορίτσια (η ιστορία του σκολειού εκείνου βρίσκεται γραμμένη όσο παίρνει καθαρά σ' ένα ποίημα των «Τραγουδιών της Πατρίδος μου», του πρώτου μου βιβλίου του 1886' το ποίημα επιγράφεται «Το Σχολείον»), κάποιος μ' έδωκε μιας συμμαθήτρας μου, Αμαλία την έλεγαν, για να μου μάθη τα μαθηματικά.
Μου έφερ' εκείνη μια πλάκα κ' επάνω σ' αυτή μού αράδιαζε νούμερα. Χαμένος κόπος. Κοίταζα περισσότερο την Αμαλία, από τα νούμερα."
Από την αυτοβιογραφία του Κωστή Παλαμά
"Τα χρόνια μου και τα χαρτιά μου"
Τα παιγνίδια που γύρευα, που αυτοσχεδίαζα, που καλλιτεχνούσα, που αγαπούσα, και που μεθούσα μ' εκείνα. Τα έπαιζα καταμόναχος, φυλακισμένος μέσα στο σπίτι.
Τα παιγνίδια μου, όσο κι αν είτανε πιο πολύ κοριτσιού, είχαν όλη του αρσενικού την ορμή, την πρωτοβουλία, την τρέλα.
Γινόμουν αράδα αράδα, κατά την περίσταση και κατά τα κέφια μου, δεσπότης, ιεροκήρυκας, δημοδιδάσκαλος, καθηγητής, περιηγητής, γιατρός, στρατηγός, στρατιώτης, συνομιλητής, λιμαδόρος. Φλυαρούσα, ξεφώνιζα, κουβέντιαζα, ρητόρευα, λειτουργούσα, έψελνα, έδερνα, ανεβοκατέβαινα, αγωνιζόμουνα με τους καναπέδες και με τις καρέκλες, με τα βιβλία και με τα τραπέζια, έπιανα γνωριμίες και ξεσυνερίσματα με τους τοίχους, με τα ξύλα, με τα έπιπλα, με τα φουστάνια.
Είχα δοσοληψίες με τα λουλούδια και με τις κοπριές, με τα μερμήγκια της γάστρας και με τα σαμάρια των γαϊδουριών' μόνο τους ανθρώπους γύρω μου δεν τους λογάριαζα.
Το ρυθμό του κόσμου τον αναποδογύριζα.
Οι άνθρωποι μου είτανε τα υλικά και τ' άψυχα' δεν καταδεχόμουνα να τα προσέξω. Οι ζωντανοί μου, όσοι είτανε για τους άλλους τ' άψυχα. Τον κεντιστό για μένα από την ξαδέρφη μου χαρτοφύλακα του σχολείου, που είχα για τα βιβλία μου, τον έκαμα δεσποτική μίτρα καί τον εφορούσα όταν έπαιζα:
Με μια σύνοψη στο χέρι πρωτοστατούσα μεγαλόπρεπα σ' εκκλησιαστικές ιερουργίες. Τη στενή κάμαρα που βρισκόμουνα την έκανα διαδοχικά με το «γεννηθήτω φως» της φαντασίας μου, χωρίς καμιά διασκευαστική φροντίδα, την έκανα άγιο βήμα, νάρθηκα, άμβωνα, ιερό.
Της εκκλησιάς αυτής είμουνα ο καντηλανάφτης, ο αναγνώστης, ο επίτροπος, ο διάκος, ο παπάς, ο επίσκοπος, ο ψάλτης, ο ενορίτης. Μαζί και αράδ' αράδα. Έπειτ' άλλαζα τη σκηνογραφία.
Σ' ένα σεντούκι, απάνω μια καρέκλα κ' ένα τραπεζάκι. Η δασκαλοκαθέδρα. Έκανα την παράδοσή μου. Πρώτα ήσυχα και ακαδημαϊκά. Ύστερα δεν μπορούσα να βαστάξω. Τα μαθητούδια μου άταχτα και αμελή. Ξελαρυγγίζομουν για να τα φέρω στον ίσιο δρόμο. Τίποτε. Μ' έπνιγεν ο θυμός. Άρπαζα τη βέργα. Κατέβαινα, χυμούσα. Μοίραζα ξύλο αλύπητο, δεξιά και αριστερά. Εσείς, προσκέφαλα και στρωσίδια, τραπέζια και καθίσματα, πατώματα και γωνιές, σάλες και κατώγια, κι αν ακόμα υπάρχετε, ακόμα θα βογγάτε από το δάρσιμο.
Τη μανία του σκολειού την κράτησα και πολύ, έπειτ' από τα πρώτα μου παιδιάτικα παιγνίδια, του γυμνασίου αγόρι πια. Ξαλάφρωνα στο σπίτι από την πλήξη της γυμνασιακής παράδοσης μεταμορφώνοντάς τη σε παιγνίδι.
Τον καθηγητή που μ' ενοχλούσε στην τάξη, τον έπαιζα στο σπίτι κ' είμουν ενθουσιασμένος. Μόνος πάντα. Κρατούσα κατάλογο μαθητών, έβαζα κλήρους, είχα πρόγραμμα, πότε παράδιδα Πλούταρχο, πότε Θουκυδίδη, πότε Θεόκριτο.
Ακόμα τάχω στα μάτια μου τα βιβλία των δυο πρώτων, καλοδεμένα, με την έκδοσή τους από τους γερμανούς σοφούς και στη Γερμανία, τον τρίτο από τον Νεόφυτο Δούκα κ' εκδομένο και μεταφρασμένο, κείμενο και μετάφραση, όμοια δύσκολα, κι αμετάφραστα χωρίς τη συνδρομή του δασκάλου, και τ' αρχαία και τ' αρχαιόζηλα.
Κάποιες εξηγήσεις του αδερφού μου που είτανε πια στην Αθήνα φοιτητής, τις είχα κληρονομήσει. Κι όσο πετούσα και καταφρονούσα τα δικά μου τα μαθητικά τετράδια, όταν είχα τετράδια, γιατί, συχνά δυστυχώς, τέτοιο κόπο δεν έπαιρνα, άλλο τόσο έσκυβ' απάνω στις εξηγήσεις του αδερφού μου, περίεργα και φροντισμένα.
Αυτά είτανε τα καθηγητικά μου εφόδια, οι πηγές της σοφίας μου. Παράδιδα σε όλες τις τάξεις. Όλα τα μαθήματα. Εδώ ελληνικά, εκεί Ιστορία, αλλού ψυχολογία. Από όλα κάτι σκάμπαζα.
Μόνο μαθηματικά δεν είχε το πρόγραμμά μου. Τα σιχαινόμουνα γιατί δεν τα ήξερα, ή δεν τα ήξερα γιατί τα σιχαινόμουνα; Ποιος ξέρει! Και τα δυο.
Το μόνο πού θυμούμαι είναι πως κάποιος, δε γνωρίζω αν από το σπίτι μου ή από το σχολείο μου που με πρωτόβαλαν και που πηγαίναμε αντάμα αγόρια και κορίτσια (η ιστορία του σκολειού εκείνου βρίσκεται γραμμένη όσο παίρνει καθαρά σ' ένα ποίημα των «Τραγουδιών της Πατρίδος μου», του πρώτου μου βιβλίου του 1886' το ποίημα επιγράφεται «Το Σχολείον»), κάποιος μ' έδωκε μιας συμμαθήτρας μου, Αμαλία την έλεγαν, για να μου μάθη τα μαθηματικά.
Μου έφερ' εκείνη μια πλάκα κ' επάνω σ' αυτή μού αράδιαζε νούμερα. Χαμένος κόπος. Κοίταζα περισσότερο την Αμαλία, από τα νούμερα."
Από την αυτοβιογραφία του Κωστή Παλαμά
"Τα χρόνια μου και τα χαρτιά μου"
"Χτες βράδυ (27 Φεβρουαρίου 1943) μια είδηση ακατανόητη μας ήρθε. Μια είδηση ασύλληπτη. Ο Γέρο-Παλαμάς πέθανε. Είχαμε ξεχάσει πως ήταν θνητός" (Ιωάννα Τσάτσου)
Οι κατακτητές, οπλισμένοι και επιφυλακτικοί, παρατηρούν το σιωπηλό πλήθος, όμως δεν επεμβαίνουν. Και ξαφνικά εκεί, μέσα στην συνωστισμένη εκκλησία με τις χιλιάδες κόσμου απ’ έξω, μια φωνή τράνταξε την παγερή σιωπή κι έφτασε θαρρείς σε κάθε γωνιά της ελληνικής γης: