Όταν ξαναδιάβασα προσεκτικά τα βασανιστήρια που έγιναν στον Παναγούλη (φαντάζομαι πως ελάχιστοι άνθρωποι στον εικοστό αιώνα έχουν υποστεί τόσο άγρια και ποικιλμένα σωματικά και ψυχολογικά βασανιστήρια επί τόσο μακρό χρονικό διάστημα - και το πιο εξωφρενικό, τα έχουν αντέξει) και προσπάθησα να τα συνδέσω με τα ποιήματα του (κάτι τέτοιο κάνει και ο Παζολίνι) και τα υπόλοιπα γραπτά του, διαπίστωσα (έκπληκτος έως έντρομος) πως μέσα στον πραγματωμένο εφιάλτη της ανάκρισης ο Παναγούλης χρησιμοποιούσε τον πόνο ως μέθοδο συναισθηματικής θωράκισης, την βεβαιότητα του θανάτου του ως υλικό αντίβαρο στον πόνο, την ανάγκη να μην νικηθεί ως ηθικό αντίβαρο στη βεβαιότητα του θανάτου. Έτσι, οδηγημένoς από ένα απόλυτα εγκεφαλικό σχήμα, ο βασανιζόμενος έγκλειστος, μόνος απέναντι στους βασανιστές του, έπαιξε ένα ακραίο παιχνίδι πρόκλησης, ενδεικτικό μιας εξαιρετικά σπάνιας ευφυίας και μιας άνευ ορίων προμηθεϊκής ορμής: την ώρα που οι Θεοφιλογιαννάκος, Χατζηζήσης, Μάλλιος, Μπάμπαλης και κάμποσοι άλλοι, υπό την υψηλή καθοδήγηση του μετέπειτα αόρατου δικτάτορα Ιωαννίδη, του βάζαν πυρωμένες βελόνες στην ουρήθρα, του σβήνανε τσιγάρα στους όρχεις, του κάναν φάλαγγα, τον δέρναν ομαδικώς, του κάνανε εγχειρήσεις δίχως αναισθησία, του στερούσαν για μήνες τον ύπνο, τον κρατούσαν για μήνες σιδεροδέσμιο, τον δέρνανε ομαδικά, τον χτίζανε ζωντανό σε τάφους, εκείνος τους έβριζε, τους έλεγε «παπαδοπουλάκια», καμωνόταν πως δεν καταλάβαινε τον πόνο ή πως γαργαλιόταν, έκανε συνεχής μπλόφες, όποτε έβρισκε ευκαιρία τους χτυπούσε ή τους δάγκωνε για να τους αποσυντονίσει, απήγγειλε φανταστικές περιγραφές για το πώς τους είχε πηδήξει το προηγούμενο βράδυ ή πώς είχε πηδήξει τις γυναίκες τους.
Μονάχα ένα περιστατικό - από τα δεκάδες μαρτυρημένα: μια μέρα, ενώ τον έδερναν ομαδικά, αυτός έξυνε με μανία τους αστραγάλους του’ όταν τον ρώτησαν γιατί τον ξύνουν οι αστράγαλοί του, αυτός απάντησε :
«δεν με ξύνουν οι αστράγαλοί μου, με ξύνουν τα αρχίδια μου που είναι μεγάλα και φτάνουν μέχρι τους αστραγάλους».
Κι όταν τέλέιωναν όλοι αυτοί, αφήνοντας τον πεσμένο σαν έναν σάρκινο σάκο, αναλάμβανε ο επί των ψυχολογικών βασανιστηρίων Χατζηζήσης που τον προσφωνούσε ειρωνικά Ω Σωκρατες - ο ματωμένος και τσακισμένος Παναγούλης του απαντούσε άλλοτε ως εταίρος σε πλατωνικό διάλογο κι άλλοτε υποδυόμενος τον Ιησού Χριστό.
Το αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν να διαλύσει ψυχολογικά τους βασανιστές του, να τους οδηγήσει σε κατάρρευση, να κάνει τον Ιωαννίδη να κρεπάρει τάζοντας του «εγώ θα σε τουφεκίσω Παναγούλη», ενώ εκείνος του απαντούσε «δεν έχεις τα αρχίδια».
Ενδεικτική είναι η δήλωση του Θεοφιλογιαννάκου στη δίκη των βασανιστών του 1975 (τότε που ο Παναγούλης είπε μονάχα τα απολύτως απαραίτητα, προτιμώντας να αντιπαρατεθεί με τον πρόεδρο του δικαστηρίου)’ στο τέλος μιας εμετικής απολογίας ο Θεοφιλογιαννάκος δήλωσε:
«ο Παναγούλης είναι ο μόνος που δεν λύγισε ποτέ, ο υπ’ αριθμόν ένα αντιστασιακός. (...) Όταν του είπα, πως εγώ θα τον βοηθήσω να διαφύγει, αρκεί να παέι στο εξωτερικό και να μας αφήσει ήσυχους, μου απάντησε ‘Λάθος πόρτα χτύπησες, Θεοφιλογιαννάκο. Ο Παναγούλης θα δραπετεύσει και θα βγει’ (...). Αυτός είναι αντιστασιακός»
O Παναγούλης αναγκάστηκε να κάνει την εντάφια ζωή ποίηση για να την αντέξει. Η "Μπογιά" θαρρώ πως είναι το πιο ακραίο δείγμα τούτης της ανάγκης - κι ούτε μπορώ να φανταστώ άλλο ανάλογο ποίημα. Αν το είχε γράψει ο Χέμιγουεϊ ή ο Τσε Γκεβάρα θα ήταν στα στόματα εκατοντάδων εκατομμυρίων σε όλον τον κόσμο.
Ζωντάνεψα τους τοίχους
φωνή τους έδωσα
πιο φιλική να γίνουν συντροφιά.
Κι οι δεσμοφύλακες ζητούσαν
να μάθουνε που βρήκα την μπογιά.
Οι τοίχοι του κελιού
το μυστικό το κράτησαν
κι οι μισθοφόροι ψάξανε παντού
Όμως μπογιά δεν βρήκαν
Γιατί στιγμή δεν σκέφτηκαν
στις φλέβες μου να ψάξουν
Ο Παναγούλης ήταν πολύ μεγαλύτερος από τον καιρό του, πολύ μεγαλύτερος από τα δικά μας μέτρα και σταθμά, πολύ μεγαλύτερος από τις μεταπολιτευτικές μας ανάγκες και προσδοκίες. Για αυτό και τον τυλίγουμε με την αμηχανία μας, για αυτό και τον παραδίνουμε στη σιωπή. Τον εξωθούμε στο περιθώριο του νου μας γιατί δεν τον αντέχουμε, τον διώχνουμε από μέσα μας γιατί δειλιάζουμε να τον συλλογιστούμε’ είναι η ίδια μοναξιά εκείνων των παλιών ηρώων του Σοφοκλή - σκέψου τον Οιδίποδα, την Αντιγόνη, τον Φιλοκτήτη, τον Ηρακλή. Ο Παναγούλης κάμποσες φορές στα σύντομη ζωή του βίωσε τούτη την τραγική μοναξιά: όταν το 1969 δραπέτευσε από την φυλακή μαζί με τον δεσμοφύλακά του Γιώργο Μωράκη δίχως κανένας να του δώσει καταφύγιο· στις εκλογές του 1974, όταν εκείνος ο παγκοσμίου φήμης τυραννοκτόνος και μάρτυρας της χούντας ψηφίστηκε μόλις στην έκτη θέση και εκλέχτηκε βουλευτής με τη Β’ κατανομή· το 1976, όταν έβλεπε να μένει όλο και πιο μόνος του στην υπόθεση της αποκάλυψης των αρχείων της ΕΣΑ - φυσικά και αυτήν την πήγε μέχρι το τέλος, δηλαδή μέχρι το τέλος του το ξημέρωμα εκείνης της Πρωτομαγιάς που αιμορραγεί. Πάνω από όλα ο Παναγούλης βίωσε την τραγική μοναξιά του ιδεαλισμού του: αποφάσισε να σκοτώσει για να υπερασπσιτεί αξίες ζωής, έβαλεε βόμβες για να αντισταθεί σε αυτούς που βομβαρδίζουν.
Ο Παναγούλης πέθανε. Άφησε πίσω του πράξεις και ποιήματα, αιμάτινη ιστορία, λαχανιάσματα, παραφορά, σπασμούς που αναταράζουν το νου και την καρδιά όσων των γνώριζαν. Άφησε πίσω του την προμηθεϊκή λαχτάρα του για ανθρώπινες κοινωνίες, ανθρώπινες αξίες, ηθικά διλλήματα, ασυνάρτητα νεύματα. Για αντίσταση σε κάθε αφέντη, μεγάλο τιμονιέρη, πιστολά πρόεδρο, φιλήσυχο αστό που θέλει «αυξημένη αστυνόμευση στα σύνορα». Ο Παναγούλης άφησε πίσω του το τραγικό του άλμα - την παράφορη βεβαιότητα ότι θα πάει τούτο το άλμα του μέχρι το τέλος. Και κάποτε, μέσα στον αλλόκοτο τάφο του Μπογιατίου, βρήκε την ανάσα να απαντήση με μια αχάλαστη κατάφαση στην άρνηση του θανάτου.
ΝΑ ΤΟ ΠΟΤΙΣΕΙΣ
Μη κλαις για μένα
ας ξέρεις πως πεθαίνω
να με βοηθήσεις δε μπορείς
Μα δες εκείνο το λουλούδι
για κείνο που μαραίνεται σου λέω.
Να το ποτίσεις.
Αυτό για μένα είναι το καλύτερό του ποίημα.
Από την Πρωτομαγιά του 1976 πέρασαν χρόνια οι αξίες για τις οποίες ο Παναγούλης χόρεψε πάνω στο θάνατό του γίνανε τετριμμένα λόγια. Οι Αμερικάνοι βομβαρδίζουν όποια πόλη επιθυμούν – κι όσο περισσότερο βομβαρδίζουν οι Πρόεδροι τους, τόσο ευκολότερα επανκελέγονται. Όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι - μα οι άνθρωποι της Δύσης πλουταίνουν με την πείνα των υπολοίπων ίσων συνανθρώπων τους. Αν δώσεις το όνομα του Παναγούλη στις μηχανές αναζήτησης του internet, βρίσκεις ξεκούδουνες αναφορές, ονόματα σε καταλόγους γιατρών, φαρμακοποιών - στην ουσία τίποτε. Στα ελληνικά σχολικά βιβλία δεν θα διαβάσεις ούτε ένα από τα ποιήματα του. Το βιβλίο του πια το βρίσκεις σε ελάχιστα βιβλιοπωλεία. Μήτε μια έκδοση από το Υπουργείο Παιδείας ή το Υπουργείο Πολιτισμού - έστω από την Βουλή των Ελλήνων ή την Προεδρία της Δημοκρατίας. Στα στρατόπεδα του ελληνικού στρατού οι στρατιώτες εκπαιδεύονται φωνάζοντας «πού θα πιούμε το αίμα μας – στον Βόσπορο». Οι πρώτοι νεκροί δεν πήραν απάντηση πάλης βοή, μα βόμβο τηλεοράσεων και συνθήματα κομματικών νεολαιών για παντοτινούς πρωθυπουργούς.
Έχουμε μάθει να καταναλώνουμε μηνύματα – οι τραγωδίες παραείναι σύνθετες και ενοχλητικές για την αυτοκατάφασή μας. Ο Παναγούλης ενοχλεί - ως μνήμη, ως ανθρώπινο σήμα, ως πολιτικό αίτημα, ως τραγικό άλμα. Ναι, ο Παναγούλης ενοχλεί και θα ενοχλεί για πάντα το Έθνος, το Κόμμα, την Εκκλησία, τους Μεγάλους Αδελφούς, τους Μεγάλους Βασιλιάδες, τους Μεγάλους Αρχηγούς κι όλους τους ρουφιάνους τους, όσους λογαριάζουν τους ανθρώπους για υπηκόους, για σκλάβους, για υποτελείς, για καύσιμο της Ιστορίας. Ο Παναγούλης ενοχλεί γιατί ήταν τραγικός ήρωας και όχι άγαλμα: τα αρχίδια του έφταναν ως τον αστράγαλο και δεν σκεπάζονται από τα ψέματα, τις φενάκες, τους οπορτουνισμούς, τις δημαγωγίες, τις Νέες Εποχές. Ενοχλεί γιατί δεν τον φόβιζε μήτε το Μπογιάτι, μήτε το Κολοσσαίο, μήτε το Γκουλάκ, το Γκουαντανάμο, μήτε τα νυχτερινά περίπολα των φιλήσυχων πολιτών, μήτε καν το διάλειμμα για τις διαφημίσεις. Ο Παναγούλης ενοχλεί γιατί δεν ήταν ελέγξιμος, διαπραγματεύσιμος, συζητήσιμος, λελογισμένος, προβλεπόμενος, ανταλλάξιμος, ενοχλεί γιατί δεν φοβότανε τίποτε και κανέναν, μήτε τα φλογοβόλα, μήτε τους παπάδες, μήτε τον διαλεκτικό ιστορισμό, γιατί ζωντάνευε τους τοίχους του τάφου του μοναχός του, κι όταν οι βασανιστές του βάζαν πυρωμένες βελόνες στην ουρήθρα εκείνος γελούσε και τους έφτυνε. Ο Παναγούλης ενοχλεί γιατί δεν μπορεί να ελεγχθεί, να οριοθετηθεί, να γίνει ηρωικό παρελθόν, γλυκιά συναίνεση, Κυριακή Προσευχή, Σύμβολο της Πίστεως, γιατί δεν σταματιέται με τίποτε και με κανέναν, παράφορο αίμα μέσα στις φλέβες, χαλάει την σύμπνοια των ιδεών, χουγιάζει τους χωροφύλακες, ακυρώνει τα πολυβόλα των τυράννων. Ο Παναγούλης ενοχλεί γιατί δεν αποσύρεται, δεν γίνεται πεπρωμένο, διαφημιστική αφίσα, σύνθημα της ένδοξης πλειοψηφίας, πακέτο προς διανομή’ κοντολογής, ο Παναγούλης ενοχλεί γιατί δεν τελειώνει - γιατί παραμένει λαχάνιασμα, πυρωμένη ματιά, μοναχική αποκοτιά, ερωτικός σπασμός και πιρουέτα θανάτου.
Εξάλλου, λένε, η παλιά μάχη τέλειωσε. Πλέον κανένας μεγάλος βασιλιάς δεν έχει προηγούμενα με κανέναν. Τώρα πια ζούμε τον καιρό της ειρήνης - έτσι λένε.
Γι αυτό, λοιπόν: ξεχάστε τον Παναγούλη κι ανοίξτε την τηλεόραση. Θα σας δείξουμε ημέρες λελογισμένα ηλιόλουστες, όσες και όσο χρειάζεται για να μην διαμαρτυρηθεί κανένας για τη βαρυχειμωνιά, σφυγμομετρημένους ψεύτες, εμπόρους του προσώπου τους, φτηνούς δημαγωγούς, χαμογελαστούς φασίστες που θα σας εξηγήσουν την αναγκαιότητα της Χιροσίμα, οργανικούς διανοούμενους που θα τάξουν άφθονη Ιστορία για όποιον συμφωνεί - γενικότερα: ομορφιές, ρόδινα ακρογιάλια, δωμάτια με θέα, καουμπόιδες που καθαρίζουν τους κακούς, χαρούμενες γιορτές των χορτάτων, χάρτινο ουρανό και χάρτινη θάλασσα, υποκατάστατα ψωμιού και υποκατάστατα αγάπης, καλούς Θεούς που αγαπούν τα υπάκουα παιδιά, κακούς διαβόλους για να κρατούν τα γκέμια, και πολλούς πολλούς εφιάλτες για να γεμίσουν την χαρούμενη μοναξιά σας.
Μα κάπου στα βάθη της νυχτερινής απελπισίας, μέσα στην αφόρητη ερημία ενός πλήθους που έμαθε να πλαγιάζει με μικρές υπογλώσσιες δόσεις «προσαρμοσμένης λογικής» (όπου οι πλούσιοι ζούνε και οι φτωχοί πεθαίνουν), μέσα στα σπίτια με τα ενισχυμένα κουφώματα, τα διπλά τζάμια, τις τριπλές κλειδαριές, τα τετραπλά τηλεκοντρόλ, ένας παλιός σπασμός λογχίζει τον νου μας, βάνει φωτιά στα στέρεα όνειρά μας, καταστρέφει τη νύχτα μας. Οι πεινασμένοι, οι βασανισμένοι, οι εξόριστοι, οι μετανάστες, οι απόκληροι και καταφρονεμένοι του πάντοτε θαυμαστού καινούριου κόσμου στέκουν εκεί έξω και περιμένουν. Όσοι πηγαίνουν στο παράθυρο, κάποτε βλέπουν τους θαμπούς ίσκιους τους. Και κάποιος, εικοσιοχτώ χρόνια πεθαμένος, ανασαίνει την παμπάλαια τραγωδία του και χνωτίζει το τζάμι:
Μα δες εκείνο το λουλούδι
για κείνο που μαραίνεται σου λέω.
Να το ποτίσεις.
Θανάσης Τριαρίδης
(Δημοσιεύτηκε στην Φιλολογική Βραδυνή στις 13-4-2004)
Δημοσιεύθηκε στην "Δημοκρατική της Ρόδου" εις μνήμην...