(…)
Τις τρεις τέσσερις φορές, που ιδωθήκαμε κείνο το καιρό, τις ώρες που καθήσαμε κουβεντιάζοντας μέσα στο σκιερό δωμάτιο, αγάπη κι αγανάχτηση μαζί με πλημμύριζαν. Αγάπη για κείνον, αγανάχτηση για τους διώχτες του. Ο προδότης των “ελληνικών θεσμών” λαχταρούσε αδιάκοπα για την Ελλάδα – ο “άθεος” μιλούσε κάθε τόσο για την αγωνία του να βρει και να σώσει το Θεό του – ο “ανήθικος” ήταν η φλεγόμενη βάτος της Αρετής - ο πουλημένος “κουκουές” ήταν ο ακατάβλητος εραστής της Ελευθερίας… Φυσικά για να τ’ ανακαλύψεις όλα αυτά, δε χρειαζότανε να γνωρίσεις από κοντά τον Καζαντζάκη. Ολόκληρο το έργο του 50 χρόνων, τα διαλαλεί. Χρειαζόταν όμως καλή πίστη και τίμιος νους για να τα παραδεχτείς. Κι αυτά λείπανε από τους “σταυρωτές” του.
Άμα γνώριζες όμως από κοντά τον Καζαντζάκη – πόσο επικίνδυνη και τις περισσότερες φορές, απογοητευτική, είναι η προσέγγιση των ανθρώπων που τιμάς και θαυμάζεις! – άμα τον γνώριζες από κοντά, έβλεπες πως ο καθημερινός Άνθρωπος ήταν ολότελα συνεπής με τον Πνευματικό. Πως δεν ήταν λόγια για κατανάλωση, όσα είχε χαράξει στο χαρτί, αλλά η κραυγή του αίματος και του νου του. Ο ένσαρκος Καζαντζάκης δεν πρόδινε ούτε κατά ιώτα εν το πνεύμα του.
Ίσως το πιο χαρακτηριστικό – και το πιο ελκυστικό του- γνώρισμα, ήταν η απλότητά του. Ούτε ο πολύχρονος στοχασμός, ούτε η ακατάπαυστη μάχη του με τον εαυτό του, ούτε η παγκόσμια δόξα που είχε (τόσο αργά) κερδίσει, τον αποξένωσαν απ’ τους ανθρώπους ή τούδωσαν την ελάχιστη έπαρση. Κάποια στιγμή που μούφερε μια ωραιότατη γερμανική έκδοση του “Τελευταίου Πειρασμού” (μόλις τότε είχε κυκλοφορήσει) τα κουρασμένα μάτια του πήραν μια φωτερή λάμψη. Μα, περισσότερο απ’ την ικανοποίηση για την επιβράβευση του “καλού αγώνα” του, μου φάνηκε πως χαιρόταν ο εραστής του ωραίου. Τα μακριά του δάχτυλα χάιδευαν το βαθυπράσινο δέσιμο του βιβλίου με την απόλαυση ενός φλωρεντινού “ντιλεντάντε”.
Η Ελλάδα ήταν αδιάκοπα μέσα στις κουβέντες μας. Οι μακρινοί φίλοι και, καμιά φορά, οι ξέφρενοι εχθροί. Ο Καζαντζάκης δεν αγαναχτούσε. Δεχόταν μακρόθυμα τους λιθοβολισμούς. Μόνο, μια στιγμή, είπε λυπημένα:
-Γιατί φωνάζουν; Εγώ δε ζήτησα τίποτα, δε θέλησα να πάρω τίποτα από κανέναν. Ο καθένας κάνει το έργο του, όπως νομίζει κι όπως μπορεί. Ο καθένας προσπαθεί να υποτάξει την τίγρη που τον καβαλάει στη ράχη. Όλη μου τη ζωή πάλαιψα κι εγώ, όπως όλοι. Έκανα αυτό που πίστευα, ας κάνουν κι οι άλλοι αυτό που πιστεύουν…
Βυθισμένος στην πολυθρόνα του μ’ ενωμένα τα δάχτυλα των χεριών του, κοιτούσε ίσια μπρος, σα νάβλεπε -ατέλειωτο μονοπάτι- αυτή τη ζωή, τη γεμάτη αγωνία, δάκρυα, αίμα, πίστεις κερδισμένες και πίστεις απαρνημένες, ακόρεστη δίψα να εισχωρήσει στο μυστήριο της ζωής, που όλο και το πλησίαζε, κι όλο του ξέφευγε απ’ τα χέρια…
Τώρα δεν του απόμενε παρα η κουρασμένη σάρκα του -που την υπονόμευε, από μέσα, το ίδιο του το αίμα- και το ακούραστο πνεύμα του. Μ’ αυτό αντιμετώπιζε θαρραλέα τη σκιά του θανάτου, που γινόταν όλο και πιο βαριά, όλο και πιο κοντινή. Τελευταίες του, τώρα, χαρές, το άσπρο χαρτί και τα ταξίδια. Αυτός ο γιος του Ομήρου ονειρευόταν τις στερνές περιπλανήσεις του.
-Θέλω να πάω στη Νότιο Αμερική, μου έλεγε. Είν’ ένας κόσμος που δεν τόνε γνώρισα και που μου ξυπνάει πάντα το νου… Θέλω να ξαναπάω στην Κίνα και την Ιαπωνία. Τεράστιες αλλαγές έγιναν από τότε που ξαναήμουνα εκεί.
Το πρώτο ταξίδι δεν μπόρεσε να το πραγματοποιήσει ποτέ. Το δεύτερο, που το κατόρθωσε, τον έστειλε στον τάφο…
-Κι η Ελλάδα; τον ρώτησα.
-Η Ελλάδα είναι η μεγάλη Μάνα, έκανε ζωηρά. Δεν έχει σημασία κι αν βρίσκομαι μακριά της. Την Ελλάδα την έχω μέσα μου. Και πιο πολύ την Κρήτη… Έπειτα, κι εδώ που βρισκόμαστε είναι Ελλάδα. Την Αντίπολη δεν τη χτίσανε Έλληνες, Ίωνες; Μα είτε εδώ, είτε αλλού, η Ελλάδα μ’ ακολουθεί παντού και πάντα…
Έπειτα, πρόστεσε πιο χαμηλόφωνα:
-Όμως θέλω να πεθάνω στην Κρήτη. Είναι η γη μου. Εκεί στο Κάστρο (Ηράκλειο). Κι αν δεν προφτάσω να πεθάνω εκεί, εκεί θέλω να με θάψουνε. Το χώμα της Κρήτης έφτιασε το αίμα μου – αυτό θέλω να το πιει…
Η Μοίρα δεν τον άφησε να ξαναδεί τον ήλιο της Κρήτης. Μόνο η γης της θα του δώσει τη στερνή χαρά…
Λίγο αργότερα με ξεπροβόδισε ως την πόρτα του κήπου του. Για τελευταία φορά, τούσφιξα το μακρύ, λιγνό χέρι του.
- Ο Θεός μαζί σας, μούπε όπως έλεγε πάντα. Και πρόστεσε:
-Νάσαστε ευτυχισμένος που γεννηθήκατε Έλληνας.
Στη στροφή του δρόμου γύρισα τα μάτια μου πίσω. Η αλύγιστη σιλουέτα του Ψηλορείτη είχε μείνει ασάλευτη, βιβλική στο κατώφλι. Δεν την ξαναείδα πια…
Από την ελευταία συνάντηση με τον Καζαντζάκη του Μάριου Πλωρίτη ( εφημερίδα " Ελευθερία 1/11/1957)
Στη μνήμη του Καζαντζάκη που "έφυγε" σαν σήμερα το 1957.
Στη μνήμη του αγαπημένου μου δασκάλου που "έφυγε" σήμερα, ανήμερα της γιορτής του. Του δασκάλου που μ' έμαθε να "ψάχνω" όλους αυτούς τους σπουδαίους΄Ελληνες και μέσα απ αυτούς να μη φοβάμαι τίποτα, να είμαι λέφτερη...