Ανέτειλε τέλος η ημέρα της εκλογής και το δημοτικόν σχολείον προς μεγίστην αγαλλίασιν των παιδίων, τα οποία εσχόλασαν ένεκα τούτου από της εσπέρας της Παρασκευής, είχε κοσμηθεί με δύο μικρά κιβώτια φέροντα πέντε κάλπας παμπαλαίας, βαναυσουργείς, μετ’ ακόμψων πιττακίων, φερόντων των υποψηφίων τα ονόματα. Ο κυρ-Αγγελής ο Μαλλίνης επερίμενεν ανυπομόνως την ημέραν ταύτην πότε να ανατείλει.
...
Ο γέρων πρόεδρος υψηλός, ευθυτενής, ογδοηκοντούτης, πάσχων την όρασιν, αναμασών διά χιλιοστήν φοράν τας αναμνήσεις ταύτας, επλησίασε προς το κιβώτιον των καλπών κι έκυψε να ίδει αν αι κάλπαι ήσαν καλώς συνδεδεμέναι, αν η σιδηρά ράβδος είχε προσαρμοσθεί και σφραγισθεί καλώς. Δεν ήτο βέβαιος αν θα έβλεπε καλώς αυτός, ήθελε μόνον να τον ίδωσιν οι άλλοι ότι καλώς επιβλέπει. Αι πέντε κάλπαι συνδεδεμέναι όπως ήσαν διά του χονδρού σύρματος, αλλόκοτοι, ατερπείς, πένθιμοι κατά το ήμισυ, λευκαί και μαύραι, ωμοίαζον με πέντε καταδίκους του κατέργου, το ήμισυ της κεφαλής ξυραφισμένους, δέσμιους με την αυτήν άλυσιν, κύπτοντας επιπόνως, εκτελούντας την ημερησίαν αγγαρείαν εις τον ναύσταθμον. Ο γέρων πρόεδρος έκυψεν επί της μιας πλευράς του πλάτους του κιβωτίου και επί της άλλης κι εκοίταξε διά μακρών τας αρτίως επιτεθείσας σφραγίδας κι επί του στήθους του εκρότησαν ελαφρώς τα παράσημα. Έφερε το αριστείον του αγώνος αργυρούν και δύο αργυρούς σταυρούς του Σωτήρος.
...
Κατά την τοποθέτησιν των καλπών περί της αλφαβητικής τάξεως προκειμένου, ο ελληνοδιδάσκαλος Μυροκλείδης, μέλος της εφορευτικής επιτροπής, όχι διότι εμερολήπτει υπέρ του ενός κόμματος είτε υπέρ του άλλου, αλλ’ εξ ευσυνειδησίας διδασκαλικής, απήτει να τεθεί πρώτη η κάλπη του Αλικιάδου και δευτέρα η του Αβαρίδου λόγω ότι η ορθή γραφή του ονόματος είναι Αυαρίδης, διά διφθόγγου, το δε αλ προηγείται του αυ. Ισχυρίζετο δε ότι η παραγωγή της λέξεως δεν είναι εκ του αβαρία, καθόσον τότε θα ήτο Αβαριάδης, ούτε εκ του αβαρής δύναται να είναι, διότι δεν δύναται να φαντασθεί τις υποψήφιον βουλευτήν, όστις να μην έχει την απαιτουμένην βαρύτητα.
...
Έξω, ου μακράν του τόπου της εκλογής, τα πρακτορεία ειργάζοντο δραστηρίως. Το πρακτορείον των Χαλασοχώρηδων έκειτο απέναντι ακριβώς του δημοτικού σχολείου και η μία θύρα αντίκρυζε με την θύραν του σχολείου, η άλλη ήτο κρυφή. Διά της δευτέρας εισήρχοντο οι εκλογείς, επλησίαζον, οδηγούμενοι υπό του Λάμπρου εις γραφείον τι με καινουργή κάγκελλα, αχρωμάτιστα, έσωθεν των οποίων εκάθητο εν μέσω καταστίχων και πλησίον ημιανοίκτου συρταρίου ο κυρ-Μανουήλος ο Στεριωμένος. Εκεί, οι εκλογείς ήκουον «τον κρυφό το λόγο», εφωδιάζοντο με δύο ή τρία «φυσέκια» και εξήρχοντο διά της άλλης θύρας, όπου ο Λάμπρος ο Βατούλας τους προέπεμπεν επιτηρών αυτούς, διά να βλέπει, αν θα μετέβαινον κατ’ ευθείαν εις τον τόπον της εκλογής. Οι πλείστοι, είτε διότι είχαν επισκεφθεί ήδη και το άλλο πρακτορείον, είτε διότι δεν τους επέτρεπεν η συνείδησίς των να λάβωσι και από τα δύο μέρη «κουκουλόσπορο», επήγαιναν κατ’ ευθείαν· μερικοί όμως, ενώ εκαμώνοντο ότι επερίμεναν να εύρουν σειράν διά να εισέλθουν, με τρόπον «το έστριβαν». Τότε ο Λάμπρος ο Βατούλας προσεποιείτο γενναιοτέραν αγανάκτησιν παρ’ όσην πράγματι ησθάνετο. Διότι δεν ήτο και πολύ ευχαριστημένος κατά την ημέραν εκείνην της εκλογής.
...
Το πρακτορείον του άλλου κόμματος έκειτο επίσης ουχί μακράν του σχολείου, αλλ’ όπισθεν, εις ολιγώτερον κεντρικόν μέρος και η θύρα του δεν αντίκρυζε τον τόπον της εκλογής. Όθεν, επειδή ήτο δύσκολον απ’ αυτού του πρακτορείου να επιτηρώσι τους ψηφοφόρους, όσοι εξερχόμενοι μετέβαινον εις τον τόπον της εκλογής ίνα ψηφοφορήσωσιν, ο Μανόλης ο Πολύχρονος ένευε συνήθως εις δύο ή τρεις των στενωτέρων φίλων να τους συνοδεύωσιν, ενίοτε δε και αυτός ο ίδιος τους προέπεμπεν εις τας κάλπας. Ήτο δε λεπτόν και ακανθώδες το πράγμα. Ο συνοδεύων ώφειλε να μη δεικνύει ότι συνοδεύει. Ώφειλε να τους εμβιβάζει με τρόπον εις τον τόπον της εκλογής, χωρίς να κάμνει ότι αυτός τάχα τους ωδήγησε και τους προέπεμψεν όπως ψηφοφορήσωσιν. Οι εντροπαλώτεροι των εκλογέων, σχεδόν όλοι, με όλην την μέθην ήν είχον τινές αυτών, εστενοχωρούντο και διεμαρτύροντο λέγοντες ότι «τι; πρόβατα είμαστε, να μας πάν’ έτσι;». Εν τοσούτω ενομίζετο επάναγκες να τους επιτηρώσιν. Οι πονηρότεροι των ψηφοφόρων μη απαξιούντες να λάβωσι «βαμβακόσπορον» και από τα δύο κόμματα έβαινον μετά της υστεροβουλίας, όπως επισκεφθώσι και το άλλο πρακτορείον, το οποίον έκειτο κατέμπροσθεν του εκλογικού τμήματος. Τινές δε, αν και δεν το επεθύμουν χάριν του διπλού χορηγήματος, αλλ’ εφοβούντο τα μίση και τους κατατρεγμούς, και δεν ήθελον να εκτεθώσι και απέναντι του κόμματος των Χαλασοχώρηδων. Ολίγοι μόνον εκλογείς εφόρουν φανερά το σημείον του κόμματος, άσπρην κορδέλλαν ως Χαλασοχώρηδες ή κοκκίνην ως Ανδρογυνοχωρίστρες. Πολλοί δε, αν και εβιάζοντο υπό των κομματαρχών των δύο μερίδων να φορέσωσιν εις απόκεντρον μέρος το λευκόν ή ερυθρόν σήμα, ευθύς ως επρόβαλλαν εις την αγοράν, το απέσπων από της κομβιοδόχης των και το έκρυπταν εις το θυλάκιον.
Ο «βαμβακόσπορος», τον οποίον έδιδαν τα δύο κόμματα εις τους ψηφοφόρους, ανεβοκατέβαινεν από δύο φυσέκια έως τέσσαρα και πέντε ή από μίαν σιχνάτσα έως τρεις και τέσσαρας. Είχαν φέρει επί κραβάτου και τον γερο-Κώσταν τον Γιουλάρην, δυστυχή παραλυτικόν, ίνα ψηφοφορήσει υπέρ των Χαλασοχώρηδων. Αλλοκότως δε πένθιμον ήτο το θέαμα του ταλαιπώρου πρεσβύτου, βασταζομένου επί φορείου υπό τριών ρωμαλέων ανδρών, εισκομιζομένου εις τον τόπον της εκλογής, περιαγομένου έμπροσθεν των καλπών, μετά κόπου κινούντος τον βραχίονα και ρίπτοντος εις το «σκασμένον» στόμιον τα σφαιρίδια. Είχαν φέρει από τα Καλύβια και τον μπαρμπα-Γιώργην τον Ξοπούλην, αγροίκον, όστις από τριάκοντα ετών δεν είχε καταβεί εικοσάκις εις την πόλιν και τούτο μόνον εν καιρώ εκλογών. Του είχον τάξει ζεύγος τσαρουχίων και μίαν τραγόκαπαν και ούτως επείσθη να έλθει. Κατήλθε περί την μεσημβρίαν με όλον το αιπόλιόν του, μη εμπιστευόμενος να το αφήσει προς ώραν εις την φροντίδα άλλου βοσκού. Έφερε τας αίγας του έως εις τα πρόθυρα του σχολείου, εισήχθη εις το πρακτορείον των Χαλασοχώρηδων, είτα ευθύς μετέβη εις τον τόπον της εκλογής κρατών και την πήραν του ανηρτημένην υπο την αριστεράν μασχάλην, μόλις πεισθείς ν’ αφήσει την μαγκούραν του έξω της θύρας. Εισήλθεν, εχαιρέτησε την επιτροπήν και τους παρεστώτας, ειπών «γεια σας». Εψηφοφόρησεν, εξήλθεν αμέσως και συρίξας συνήγαγε το αιπόλιόν του και απήλθεν εν βοή και κωδωνισμώ.
Οι Ανδρογυνοχωρίστρες έδωκαν αντί χαρτονομίσματος εξώφυλλα σιγαροχάρτου επίχρυσα και κυανίζοντα εις τον Γιάννην Ψειροκόνιδαν, βλάκα εκ γενετής, ον από εβδομάδος δεν έπαυσαν εμπράκτως να διδάσκωσιν όπως μάθει να διακρίνει το λευκόν και το μέλαν της κάλπης, αποστηθίσει δε και των υποψηφίων τα ονόματα. Έδωκαν προσέτι τρία παλαιά σβάντζικα αυστριακά εις τον μαστρο-Δημητρόν τον Λογαριασμόν, όστις δεν είχε μάθει ν’ αναγνωρίζει άλλο νόμισμα, όπως ψηφοφορήσει υπέρ των ιδικών των. Είχε προσαχθεί το πρωί φορών την κοκκίνην σκούφιαν του «αποκαής» ακόμη από την εσπερινήν κραιπάλην και δεν εχρειάσθη περισσότερον από δύο μαστίχας διά να μεθύσει εντελώς.
…
Τώρα, δεν τους βλέπεις και τα δύο κόμματα διά ποίων μέσων προσπαθούν να κερδίσουν την εκλογήν; Δεν βλέπεις τα δύο πρακτορεία των ανοικτά, φανερώς ενεργούντα, δεν ακούεις κρυφομιλήματα όπισθεν πάσης θύρας και πάσης γωνίας της οδού, δεν βλέπεις τα τρεξίματα και τους ιδρώτας των οργάνων των, δεν ακούεις τον κρότον των χαλκίνων κερμάτων όπισθεν των λογιστηρίων; Δεν βλέπεις απλοϊκούς εκλογείς να βαδίζουν και να κοντοστέκονται, να εξάγουν την χείρα από την τσέπην και να μετρούν δεκάρες;
Και ο λαλών έδειξεν εις τον ακροατήν του γέροντα χωρικόν, όστις, εξελθών του πρακτορείου των Χαλασοχώρηδων, είχε σταθεί ενώπιόν των κρατών φυσέκιον τεσσάρων δραχμών, το οποίον έσχισε κι εμέτρα, διά να ίδει αν ήσαν σωστές οι δεκάρες. Εφαίνετο οινοβαρής και ηκούετο ο μονόλογος και οι ψιθυρισμοί του: «Τέσσαρες δραχμές βάσταξ’ η ψυχή του;… τέσσαρες, όχι παραπάνω… έχουμε και λέμε, μία, δύο, τρεις, τέσσαρες, πέντε, εξ, εφτά, οχτώ, εννιά… μία δραχμή… Έχουμε και λέμε…» Κι επειδή ευκόλως έχανε τον λογαριασμόν, ήρχιζεν εξ αρχής πάλιν.
- Τους βλέπεις ή όχι; επανέλαβεν ο λαλών.
- Τους βλέπω, απήντησεν ο ομολητής του.
- Λοιπόν, αύριον, να έχεις όρεξιν ν’ ακούεις τα παράπονα των ηττημένων. Όσοι θα είναι εν αποτυχία θα χαλάσουν τον κόσμον με τις φωνές, θα κατηγορούν τους νικητάς επί χρήσει αισχρών μέσων, θα υποβάλουν φοβεράς ενστάσεις, θα προσβάλουν το κύρος της εκλογής, λόγω ότι το αποτέλεσμα επετεύχθη διά δωροδοκίας. Ούτε θα τους τύπτει η συνείδησις επί τω ότι και αυτοί μετήλθον το αυτό μέσον. «Ουδέ φοβούνται τον Θεόν, ότι εν αυτώ κρίματί εισι».
- Δι’ αυτό λοιπόν συ δεν πηγαίνεις να ψηφοφορήσεις; ηρώτησεν ο άλλος.
Ας εξετάσωμεν τώρα, εξηκολούθησεν ο Λέανδρος Παπαδημούλης, πόθεν και πώς, αφού η πλουτοκρατία είναι δεδομένον τι και αναπόδραστον κακόν, ας εξετάσωμεν πώς εγεννήθη, πώς γεννάται φυσικώς η δωροδοκία.
Υπόθεσε, φίλε, ότι σ’ εκυρίευσε και σε έξαφνα η φιλοδοξία του Γιαννάκου του Χαρτουλάριου, ότι επεθύμησες να γίνεις βουλευτής διά να υπηρετήσεις το έθνος. Διά να επιθυμήσεις τούτο, σημείωσε, πρέπει να είσαι χορτάτος. Η φιλοδοξία είναι η νόσος των χορτάτων, η λαιμαργία είναι των πεινασμένων το νόσημα. Εξέρχεσαι εις την αγοράν, βγάζεις λόγον και παρακαλείς τους προσφιλείς συμπολίτας να σε τιμήσωσι διά της ψήφου των. Αλλ’ είσαι άραγε εις θέσιν να ηξεύρεις πόσοι εκ των προσφιλών συμπολιτών σου είναι χορτάτοι και πόσοι δεν είναι; Μην αμφιβάλλεις ότι οι πλείστοι είναι πεινασμένοι, διότι αν δεν ήσαν, όλοι θα έβγαζαν κάλπας διά να γίνουν βουλευταί. Αλλά μεταξύ των ακροατών σου, μεταξύ των προσφιλών σου συμπολιτών, δυνατόν, πιθανόν, βέβαιον μάλιστα ότι ευρίσκονται τινές, εις, δύο, τρεις, πέντε, δέκα, κατά γράμμα πεινασμένοι. Τώρα, την ημέραν της εκλογής, πώς απαιτείς να υπάγει άνθρωπος πεινασμένος, άνθρωπος όστις θα ψαύει την κοιλίαν του ως έγχορδον όργανον, άνθρωπος όστις δεν θα έχει την δύναμιν να ίσταται και να βαδίζει, πώς απαιτείς τοιούτος άνθρωπος να υπάγει να ψηφοφορήσει εις την κάλπην σου και να σου δώσει μάλιστα λευκήν ψήφον; Φυσικόν είναι, αφού θα λάβει τον κόπον προς χάριν σου, να του δώσεις τουλάχιστον να φάγει δι’ εκείνην την ημέραν.
Εάν δεν του δώσεις χρήματα, θα του προσφέρεις γεύμα. Και τούτο δωροδοκία δεν είναι; Ή θα του στείλεις κατ’ οίκον βακαλιάρον και σαρδέλλες και οίνον. Δωροδοκία και τούτο. Εάν δεν σπεύσεις εγκαίρως συ, θα σε προλάβει ο αντίπαλός σου, όστις θα φορεί τον κόθορνον της φιλανθρωπίας αμφιδεξιώτερον.
Ιδού πόθεν εγεννήθη η δωροδοκία. Πώς θέλεις να ενδιαφέρεται ο αγρότης, ο βοσκός, ο πορθμεύς, ο ναύτης, ο εργάτης, ο αχθοφόρος, πώς θέλεις να ενδιαφέρωνται διά τον Καψιμαΐδην και τον Γεροντιάδην αν θα γίνωσι βουλευταί ή όχι; Εκείνοι είναι χορτάτοι και τρέφουσιν όνειρα, φιλοδοξίας, ούτοι πεινώσι και θέλουν να φάγωσι. Δεν έχουσιν οι πτωχοί μεγάλας αξιώσεις. Δεν περιμένουν διορισμούς και παχέα ρουσφέτια από την Κυβέρνησιν. Αλλ’ αφού θητεύουσιν επιπόνως και δεν επαρκούν να τραφώσιν εκ του ιδρώτος των, αφού οι λεγόμενοι αντιπρόσωποί των δεν παύουν να ψηφίζωσιν ελαφρά τη καρδία φόρους και φόρους και πάλιν φόρους, ας τους θρέψωσιν επί μίαν ημέραν εκ του βαλαντίου των.
Ανέκαθεν τα αξιώματα ήσαν αγοραστά. Και αφού η επάρατος πλουτοκρατία είναι άφευκτον κακόν, κατά ποίον άλλον τρόπον θ’ αποκτώνται τ’ αξιώματα; Πράγμα το οποίον έχασε προ πολλού πάσαν ηθικήν αξίαν, μόνον διά χρημάτων είναι κτητόν. Και ούτως επόμενον ήτο να καταντήσουν τα πράγματα. «Ουδέν κακόν άμικτον καλού». Ευτύχημα μάλιστα νομίζω ότι δεν ανεφάνη επιφανής τις πολιτευτής εις τα μέρη ταύτα.
...
Αλλ’ ιδού ήγγιζε ήδη το πέρας της αγωνίας των υποψηφίων, της ανησυχίας των κομματαρχών και ψηφοθηρών και της ενοχλήσεως τόσου κόσμου, και ο κυρ-Ανδρέας ο Απίκος, φιλάνθρωπος λίαν, απήτει να προβώσιν εις την διαλογήν μίαν ώραν αρχήτερα.
Το πράγμα δεν ήρεσεν εις τον πρόεδρον, τον γερο-Νιαουστέα, όστις ολίγην ευχαρίστησιν είχεν αισθανθεί εκ της προεδρίας του καθ’ όλην την ημέραν. Διότι δεν ήτο αληθώς πρόεδρος ειμή της μειονοψηφίας της επιτροπής, ήτοι του ελληνοδιδασκάλου κ. Μυροκλείδου. Η πλειονοψηφία, απειθής, αχαλίνωτος, τον αντέπραττεν, έκαμνεν «του κεφαλιού της», ως να μην ήτο αυτός πρόεδρος.
- Δεν είναι ακόμα ώρα, κυρ-Ανδρέα, είπεν ο κ.Νιαουστεύς. Από τώρα να κλείσουμε;
- Είναι επτά και πέντε, αντέλεξεν ο Απίκος.
- Είναι επτά παρά είκοσι, επέμενεν ο πρόεδρος.
- Κι εγώ έχω επτά παρά τρία, είπε το άλλο μέλος της επιτροπής.
- Κι εγώ επτά παρά δέκα.
- Κι εγώ έχω έξ και δεκαοκτώ, είπεν ο ελληνοδιδάσκαλος.
- Είναι επτά η ώρα, επέμεινεν ο κυρ-Ανδρέας ο Απίκος. Δεν βλέπετε που ο ήλιος εβασίλεψε! Εις τας επτά γράφει και το πρόγραμμα.
- Γράφει εις τας επτά και είκοσι δύο λεπτά, είπεν ο ελληνοδιδάσκαλος.
- Ως που να κλείσουμε τις κάλπες και να υπογράψουμε το πρακτικό θα πάει εφτάμιση.
- Εγώ είμαι ο πρόεδρος, είπεν αγερώχως ο κ. Νιαουστεύς.
- Ημείς είμαστε η πλειονοψηφία.
...
- Και πού ηκούσθη αυτό, να προστάττει η πλειονοψηφία τον πρόεδρον; ήρχισε ν’ απαγγέλλει εν είδει λογυδρίου ο ελληνοδιδάσκαλος. Σφετερίζεσθε αλλότρια δικαιώματα. Φατριάζετε. Δεν σέβεσθε τους γεροντοτέρους σας. Ο κύριος πρόεδρος… ο κύριος πρόεδρος, κύριοι, είναι…
- Κήρυξ, εφώναξε προς την θύραν στραφείς ο κυρ-Ανδρέας ο Απίκος βλέπων ότι η ώρα παρήρχετο.
Ο κήρυξ, όστις ανήκε φαίνεται εις τους Ανδρογυνοχωρίστρες, μυρισθείς ότι κάτι τον ήθελαν, είχε πλησιάσει προς την θύραν.
- Κήρυξ, επανέλαβεν ο κυρ-Ανδρέας, φώναξε δυνατά τρεις φορές, όποιος είναι για να ψηφοφορήσει να ‘ρθεί, γιατί θα κλείσουμε τις κάλπες.
Ο κήρυξ επανέλαβε διά τον τύπον τρις, χύμα και με νυστασμένην φωνήν:«Όποιος δεν εψηφοφόρησε να τρέξει αμέσως, γιατί θα κλείσουν οι κάλπες».
Συγχρόνως τα τρία μέλη της πλειονοψηφίας, χωρίς να περιμένωσιν όπως παρέλθωσιν ολίγα λεπτά, άνευ των οποίων ουδεμίαν είχεν έννοιαν η κλήσις του κήρυκος, προέβησαν εν σπουδή παρά τας διαμαρτυρίας του προέδρου και του ελληνοδιδασκάλου εις το κλείσιμον των δύο κιβωτίων.
- Κήρυξ, έκραξεν ο κυρ-Ανδρέας, φώναξε ότι η ψηφοφορία ετελείωσε και ότι αρχίζει η διαλογή.
Ο κήρυξ ήνοιξε το στόμα όπως εκτελέσει την διαταγήν ταύτην, όταν εις την θύραν του σχολείου εφάνη ο κυρ-Μανουήλος ο Στεριωμένος ακολουθούμενος υπό των πέντε αχωρίστων φίλων, των περί τον Κουσερήν και τον Απίκραντον.
- Πώς! αρχίζει η διαλογή; εψέλλισε με ηλλοιωμένον το πρόσωπον ο κυρ-Μανουήλος ο Στεριωμένος.
- Φώναξε! υπέγρυξε προς τον κήρυκα ο κυρ-Ανδρέας, ευθύς ως είδε τα νέα εμφανισθέντα πρόσωπα.
Ο κήρυξ εφώνησεν: «Η ψηφοφορία ετελείωσε, κύριοι! άρχεται η διαλογή…».
Εν τω μεταξύ εστάλη έγγραφον προς τον Ειρηνοδίκην, αντιπρόσωπον του Επάρχου, όπως ευαρεστηθεί να προσέλθει, διά να πρωτοστατήσει εις την διαλογήν.
Ο πρόεδρος και ο ελληνοδιδάσκαλος εκόντες άκοντες υπέγραψαν το έγγραφον τούτο ως και το πρακτικόν της λήξεως της ψηφοφορίας.
....
Όταν ήλθεν ο αντιπρόσωπος της διοικητικής αρχής και ήρχισεν η διαλογή, ηκούετο ακόμη η λογομαχία των έξ ανθρώπων έξωθεν του σχολείου. Ύστερον εγνώσθη ότι εξευρέθη μέσος όρος κι επήλθε συμβιβασμός, τον οποίον διά το ασκανδάλιστον ηναγκάσθη να παραδεχθεί ο κυρ-Μανουήλος ο Στεριωμένος.
...
Την αγγελίαν ενός εκάστου των αποτελεσμάτων υπεδέχετο έξω ο λαός δι’ επευφημιών, δι’ αλαλαγμών και καγχασμών ευθυμοτάτων.
Την αυτήν στιγμήν ο Λάμπρος ο Βατούλας έσπευσε να τηλεγραφήσει εις τον Γιαννάκον τον Χαρτουλάριον πολλά συγχαρητήρια και πολλά εγκώμια διά τον εαυτόν του, λόγω ότι καίτοι μόνος υπηρετών αυτόν, πρώτην φοράν εκτεθέντα ως υποψήφιον, καίτοι πολεμούμενος λυσσωδώς από δύο ισχυρότατα κόμματα, κατώρθωσεν ουχ ήττον να του δώσει τόσας ψήφους.
Μετ’ ολίγας ώρας ήλθε τηλεγραφικώς το γενικόν της επαρχίας αποτέλεσμα και πολλοί τενεκέδες εβρόντησαν ως συνήθως εις βάρος των αποτυχόντων Καψιμαΐδου, Αβαρίδου και Χαρτουλαρίου.
Εξελέχθησαν δε ευτυχώς βουελυταί της επαρχίας ο κ. Γεροντιάδης διά ψήφων 1239 και ο κ. Αλικιάδης διά ψήφων 1158 απέναντι 1644 ψηφοφορησάντων εις τους τέσσαρας δήμους.
Και ούτω διπλούν επήλθε κέρδος. Πρώτον ησύχασε προς καιρόν ο κόσμος και δεύτερον δεν εκλείσθη το στάδιον των δύο προμνημονευθέντων πολιτευτών, οίτινες έμελλον να συνεχίσωσιν επί μίαν εισέτι περίοδον τας διακεκριμένας υπηρεσίας των, ο είς διά τα γενικά του έθνους συμφέροντα, ο έτερος διά τα δημόσια έργα της επαρχίας.
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
(1892)
'Ολο το απολαυστικό κείμενο"Οι χαλασοχώρηδες" ΕΔΩ