Τρίτη 31 Αυγούστου 2010

' Ονειρα Εφιάλτες...

΄Ένα κορίτσι μιλά στην τηλεόραση για την επιτυχία της στις πανελλήνιες εξετάσεις.
Ευχαριστεί το φροντιστήριο της και τους δυο καθηγητές που της έκαναν ιδιαίτερα μαθήματα και της έδωσαν την δυνατότητα να πετύχει πρωτιά στην πανεπιστημιακή σχολή που είχε επιλέξει.
Όνειρό της λέει, είναι να τελειώσει την σχολή της και να βρει μια μόνιμη (!) θέση εργασίας από την οποία "να μην την κουνήσει ποτέ κανείς"(!!).
Το όνειρο και το όραμα ενός νέου ανθρώπου, το κίνητρο της τεράστιας προσπάθειας που κατέβαλε, αν όχι για τρία χρόνια τουλάχιστον για τον τελευταίο, η απόλυτη ακινησία.
Αγώνας για το δικαίωμα στη ζωή των ήδη ακίνητων και τελματωμένων...
Παιδιά απαντούν σε δημοσκόπηση, περιγράφοντας το όνειρό τους.
Επτά στα δέκα , που είτε έχουν ολοκληρώσει είτε ολοκληρώνουν τις σπουδές τους, να  φύγουν από την  Ελλάδα για  μια δουλειά στο εξωτερικό,
Ήδη τέσσερα στα δέκα από αυτά  έχουν ήδη  ξεκινήσει τις διαδικασίες μετανάστευσης.
Κάποτε η  γραμμή 11 του σιδηροδρομικού σταθμού του Μονάχου λεγόταν και “γραμμή της ελπίδας”.
Μισό αιώνα μετά, θα είναι μια πτήση στο Ελευθέριος Βενιζέλος...

"Το παιδί κείνο το βράδυ δεν κοιμήθηκε...ολόκληρο το βράδυ. Έγραψε το πιο πικρό, το πιο μεγάλο του παραμύθι.. Την αυγή ξεκίνησε. Ήταν παρηγορημένο. Είχε καταφέρει όλη τη νύχτα να μετρήσει τ' άστρα.. Να τα μετρήσει όλα...σιγά σιγά...ένα ένα...Όλα... Και τα βρήκε σωστά."
Πολλά παιδιά μετράνε τα άστρα ...

Δευτέρα 30 Αυγούστου 2010

Makis Ablianitis Sun Walk

Πρόβες φθινοπώρου


Το δρόμο πλάι στη θάλασσα
περπάτησα που ‘κανε κάθε μέρα ποδηλάτισσα...

Στο δειλινό που έχει αρχίσει να θυμίζει εκείνα τα πολύχρωμα που ζωγραφίζουν τον ουρανό.Τα φθινοπωρινά...
Με ορθοπεταλιές,στους δρόμους των γλυκών χρωμάτων και αισθήσεων,παρέα με τις τελευταίες μέρες του Αυγούστου, που ένα άγχος ...μεγαλώσει και να γίνει Σεπτέμβρης τό'χε.

Παρασκευή 27 Αυγούστου 2010

Γυναίκα με το Καρχηδόνιο επίχρισμα

"Εδώ κοντά σου χρόνια ασάλευτος να μένω
ως να μου γίνεις, Μοίρα, Θάνατος και Πέτρα..." 

έγραφε στο ποίημά του "Γυναίκα"
Και να πως περιγράφει σε ποιά Γυναία,θα μπορούσε να μείνει "ασάλευτος"

 Aπό το βιβλίο του Μήτσου Κασόλα 
"Νίκος Καββαδίας: Γυναίκα, Θάλασσα, Ζωή. Αφηγήσεις στο μαγνητόφωνο"

"Μ.Κ: Νίκο, από όλες τις γυναίκες που συνάντησες στα λιμάνια είναι καμιά που να τη θυμάσαι ιδιαίτερα;

Ν.Κ: Όχι, οι περισσότερες δεν είχαν το Καρχηδόνιο επίχρισμα, ένα επίχρισμα που υπάρχει πάντα μέσα στον γυναικείο κόλπο… Θυμίζει τα βάζα των Καρχηδόνιων που τα βάφανε αυτοί μόνο από μέσα, μ’ ένα ειδικό επίχρισμα. Και το γυναικείο επίχρισμα, πως να το πω, είναι η χλωρίδα, ας πούμε. Είναι πολύ ερεθιστική. Οι πόρνες δεν έχουν αυτό το επίχρισμα, σπάνια το έχουν. Από την πολλή χρήση, δεν έχουν. Σπάνια να ‘χουνε αυτές την “άγια σκουριά”, που λέω. Κάτι σαν αυτή την κόκκινη, πυρόχρωμη, σκουριά των λατομείων, που τη φορτώναμε στα καράβια από το Στρατόνι, τη γερακινή κλπ. Αυτό το επίχρισμα έχει απόχρωση σκουριάς.
 

Μ.Κ.: Ο Καββαδίας μένει για λίγο τώρα αφηρημένος, για λίγο απόμακρος και κοιτάει στο μπράτσο του ένα τατουάζ, μια γοργόνα. Μια γοργόνα μπλε και κόκκινη, που ένας μάστορης των τατουάζ του είχε σταμπάρει στα μαλακά του μπράτσου του. Όταν τεντώνει το χέρι και ανοιγοκλείνει την παλάμη, αυτή χορεύει έναν υποβλητικό χορό της κοιλιάς.


Ν.Κ: Αυτή δε θα με αφήσει ποτέ. Μ’ αυτή θα πάω. Δε θα με προδώσει. Τώρα αυτή είναι σαράντα χρονών κορίτσι. Μου την έφτιαξαν στο Χονγκ-Κονγκ, εκεί πέρα νομίζω, τόσα χρόνια που να θυμάμαι. Μερικές φορές, μερικές νύχτες που ξυπνάω, κοιτάζω τη χορεύτρια με αγωνία και μου φαίνεται πως εξαφανίζεται!… νομίζω πως πηδάει στη θάλασσα και κάνει έρωτα μέσα στο νερό…. βιάζομαι να ξημερώσει να δω πως είναι ακόμα πάνω στο μπράτσο μου."

Πέμπτη 26 Αυγούστου 2010

Η σιωπή κάνει τον κόσμο πιο μεγάλο

Kαμιά φορά, οι μενεξέδες
ενός χαμένου παραδείσου
ευωδιάζουν μες στον ύπνο μας
κι ύστερα είμαστε άρρωστοι για μέρες
Ω! παιδικές αμαρτίες του μεσημεριού
που τις εξάγνιζαν
οι τρόμοι της νύχτας
ή το ανομολόγητο πού έδινε κάποτε
στις χειρονομίες μας κάτι απ' το άγνωστο..
θυελλώδη συμβάντα του
 δειλινού μέσα στο σπίτι,
ενώ έξω απλώς βράδιαζε.
 Ώσπου μια νύχτα, ένας διαβάτης
περνάει στο δρόμο τραγουδώντας.
Πού έχεις ξανακούσει το τραγούδι αυτό;
Δεν θυμάσαι.
Κι όμως η νοσταλγία
όλων όσων ονειρεύτηκες,
τρέμει μες στο τραγούδι.
Στέκεσαι στο παράθυρο
κι ακούς σαν μαγεμένος.
Κι άξαφνα σε κάποια στροφή του δρόμου,
το τραγούδι σβήνει.
Όλα χάνονται. Ησυχία ...
Tώρα τι θα κάνεις;

Η σιωπή κάνει τον κόσμο πιο μεγάλο.
Η θλίψη... πιο δίκαιο.

                                 

Τάσος Λειβαδίτης

Oι υπήκοοι

Το πολύ life style καίει τον εγκέφαλο τελικά!
Μόνο με καμένο εγκέφαλο στήνεσαι (μέχρι και σε κολώνα καρφαλώνεις!) για να παρακολουθήσεις την υπερπαραγωγή των και καλά "γαλαζοαίματων".
Να γευτείς από κοντά, την αντίθεση της τριτοκοσμικής σου κατάστασης απ'τη μια και της χλιδής απ'την άλλη, με αλλαλαγμούς και επευφημίες επιπέδου υπηκόων , σε κάθε εμφάνιση "γαλαζοαίματου", στο δρόμο για την... σεμνή και... λιτή υπερπαραγωγή τους.
Οι οποίοι δεν μπορώ να πω...Σε αντάμειψαν.
Σε χαιρετούσαν και σου χαμογελούσαν σαν άλλες Αντουανέτες.
Περίμενε υπηκοέ μου, όπου να'ναι σου στέλνουν και το παντεσπάνι...

Τετάρτη 25 Αυγούστου 2010

Ο tempora, o mores!


Τώρα πως επιτυγχάνεται αυτός ο ομαδικός "ρεμβασμός" αδυνατώ να το αντιληφθώ.
Μπλοκαρισμένοι λέει μέσα στα αυτοκίνητα λόγω του αδιαχώρητου στους δρόμους που οδηγούσαν στην Ακρόπολη, με τυχερούς που κατάφεραν να φτάσουν μέχρι εκεί μαζί με εκατοντάδες άλλους, να βλέπουν στριμωγμένοι την πανσέληνο, μέσα από τα κινητά και τους φωτογραφικούς φακούς υπό τις συνεχείς λάμψεις φωτογραφικών φλας...
Καινούργια μόδα αυτή τα τελευταία χρόνια...
Μια μόδα ομαδικού ραντεβού ρεμβασμού, που κατατροπώνει κάθε είδος ρομαντισμού και μαγείας της στιγμής που είναι μοναδική για τον καθένα όπως όλες οι στιγμές.
Είτε αυτή είναι η χθεσινή πανσέληνος είτε κάθε φεγγαριού όλο το χρόνο...
Απέκτησε και το χλωμό φεγγαράκι το lifestyle του. 
Ο tempora, o mores!

Από τον Ναό του Απόλλωνα

Τρίτη 24 Αυγούστου 2010

Διάλυση...

"Εφέτος θα είναι η δυσκολότερη χρονιά από τη μεταπολίτευση"
 Είπε η υπουργός Παιδείας ( ο Θεός να την κάνει παιδεία...) και δια Βίου (άνευ) Μάθησης.
Ούτε που θέλω να φαντάζομαι, τι τα περιμένει τα έρημα τα παιδάκια,αν αυτή ειναι η δυσκολότερη σε σχέση με τις ήδη δύσκολες και απαράδεκτες σχολικές χρονιές.
'Ηταν 30-35 στις τάξεις τώρα καλά 50...
Μη ψαχτούμε για χαμένες ώρες λόγω ελλείψεων και λόγω καταλήψεων (ευκαιρίας δοθείσης στο πιάτο).
Αυτό δε το 
"θα αυστηροποιηθεί η κατάσταση με τις απουσίες των μαθητών, καθώς όπως είπε χαρακτηριστικά δεν μπορεί το σχολείο να εμφανίζει εικόνα διάλυσης μετά το Πάσχα..."
ήταν το πιο σύντομο ανέκδοτο της συνέντευξης.
Γελάσαμε κυρία υπουργέ, για το όψιμο "ενδιαφέρον" περί απουσιών, λες και δεν ξέρετε πως το συστημά σας οδηγεί τα παιδιά να κρατούν τις απουσίες τους και να την κάνουν με ελαφριά πηδηματάκια κάπου το Πάσχα κατά φροντιστήρια μεριά.
Κατασταλτικά μέτρα τα λένε αυτά και όχι πρόληψης,που είναι και το ζητούμενο των πολιτισμένων χωρών.
Γελάσαμε,γιατί εκεί εντοπίσατε την εικόνα διάλυσης.
Αλήθεια,παιδάκι έχετε που να το συνοδεύετε σε δημόσιο εκπαιδευτήριο,για να ζήσετε στο πετσί σας τι σημαίνει ΔΙΑΛΥΣΗ;;
Διάλυση κτιρίων,μυαλών και ψυχών. 
Μπα Ε;;;
Η πρώτη του υπουργείου παιδείας δεν εμπιστεύεται η ίδια την δημόσια παιδεία που για άλλους ευαγγελίζεται.
Εμ...τότε μάλλον να σας καταλογίσουμε ελαφρυντικά που είστε αλλού ντ' αλλού ανεκδετολογώντας.

Λαϊκισμός;;; Μπα...Απλές αλήθειες που μετονομάζονται από κάποιους λαϊκισμός.







Λιγότερο φεγγάρι

Η σελήνη μικραίνει. Μαζεύει. Συρρικνώνεται. Κάτι έχει πάθει –επιστημονικό κάτι- και μαζεύει σαν σταφίδα. Έχει λέει και ρυτίδες! 
Παθαίνει ό,τι κι εμείς δηλαδή αλλά σε πιο αργούς ρυθμούς. 
Η ως τώρα ζωή, μου έδειχνε ότι οι αποστάσεις μικραίνουν όσο μεγαλώνουμε. Ψηλότερα πόδια ίσον μεγαλύτερος διασκελισμός, ίσον λιγότερα βήματα από το ένα πεζοδρόμιο στο άλλο, δηλαδή πιο λίγος χρόνος για να καλύψεις μιαν απόσταση, άρα λιγότερη παρατήρηση, λιγότερα πράγματα να δεις… 
Στην περίπτωση του φεγγαριού θα’ θελα να ήταν αλλιώς. Να μίκραινε η μεταξύ μας απόσταση, όχι το ίδιο το φεγγάρι. 
Να ήταν ας πούμε ο τελικός προορισμός στη ζωή, μια πανσέληνος. 
Και το τελευταίο βήμα μας, ο τελευταίος διασκελισμός μας, να ’ταν σαν εκείνο το αδέξιο τελευταίο βήμα πριν πέσεις στην αγκαλιά εκείνου που πιο πολύ αγάπησες. 
Βιαστικό, χαρούμενο, αγανακτισμένο, μ’ έναν βαθύ αναστεναγμό στην αντάμωση.

Είμαστε ένα παιδί λιγότεροι από χθες. Ήταν ζωντανό το 11χρονο κορίτσι όταν ο δολοφόνος του το πέταξε στο πηγάδι. 
Πόσο μεγάλος διασκελισμός να χρειάζεται άραγε, για να ξεπηδήσεις από ένα πηγάδι και να βρεθείς ψηλά στο φεγγάρι; 
Πόση φωνή για ν’ ακούσει κάποιος και να ’ρθει να σε τραβήξει; 
Πόση αγωνία ως το τέλος; 
Φοβάμαι πως τελικά το φεγγάρι συρρικνώνεται για να μας αποφύγει. Ούτε αυτό αντέχει στη θέα μας. 

της Στέλλας Αλαφούζου
http://www.protagon.g

Κυριακή 22 Αυγούστου 2010

ο μόνος αληθινός και διαχρονικός πλούτος

(....)Ήταν βλέπετε οι καιροί που οι άνθρωποι δεν στολίζανε μόνο τη σάρκα τους σαν παγώνια (όπως στις μέρες μας) αλλά την δουλεύανε πρωτίστως. 
Άλλα χρόνια… Οι γυναίκες μόλις ξεμύτιζαν από το σπίτι με αλλήθωρους σκοπούς… Και να διατηρήσουν τα κεκτημένα και να χαράξουν ανεξάρτητο δρόμο. 
Και η οδήγησή τους ήταν ακριβώς η απεικόνιση των προσδοκιών τους. Έβγαιναν στους δρόμους με διάθεση να τρέξουν, αλλά τελικά έπιαναν την αριστερή λωρίδα με 60 χιλιόμετρα ταχύτητα και χόρταιναν μούντζα! 
Προσπάθησαν φιλότιμα, μα πιο φιλότιμα γάνωσαν τα μυαλά από τις κόρες τους, σε συμβουλές-απωθημένα «κοίτα να δουλέψεις, να 'σαι ανεξάρτητη, να έχεις τη δική σου τσέπη γεμάτη, να μην εξαρτάσαι από τον άνδρα σου». Και μάλλον μετέδωσαν το μάθημα αξιέπαινα γιατί έφτιαξαν γενιά μουτζαχεντίν… 
Και πήραν οι γύπες με τους κοιλιακούς τη σκυτάλη και του δώσανε και κατάλαβε! Γυναίκες όλα τα σφάζω όλα τα μαχαιρώνω. Και αποκαλύψαμε τη μεγαλύτερη μούφα από ιδρύσεως του κόσμου! Ότι ο άνδρας είναι το ισχυρό φύλο! Και αφού διατυμπανίσαμε «Ψέματα! Ψέματα!» ορμήσαμε να τους βγάλουμε τα μάτια μαζί με τα δικά μας. Μήπως την πατήσαμε άσχημα ρε κορίτσια;

Κοιτάζω γύρω μου και βλέπω οικογένειες σε αποσύνθεση, τρελές με γόβες δεκαοκτάποντες που μοιάζουν με τραβεστί (και να σκεφτείς ότι τα τραβεστί ήθελαν να μοιάζουν με γυναίκες) να τρέχουν να υποδυθούν χίλιους ρόλους, παιδιά μελαγχολικά να παραδίδονται σε parking-παιδικούς σταθμούς μετά το μαιευτήριο και να είναι μάρτυρες προβληματισμών «έκλεισε το σχολείο και δεν έχω τι να το κάνω», κέρατα αβέρτα, μάτια να μη γαληνεύουν στιγμή, άνδρες να δηλώνουν ευαισθησίες (αλλά ποιος τις χέζει τέτοια ώρα τις ευαισθησίες) και γυναίκες να παραπονιούνται ότι «χάθηκαν οι άνδρες». Άλογα κούρσας που έτρεχαν αφηνιασμένα για καρότα που ποτέ δεν είχαν χρόνο να σκεφτούν, αν ήταν απαραίτητα στη διατροφή τους. Και τώρα που χάθηκε ο «προορισμός» έχουν μόνο οργή, τρόμο κι αγωνία.

Πώς να ξαναπιάσουν το «εμείς» από την αρχή; Χρόνια και χρόνια εκπαιδευμένοι να του τραβάνε το καζανάκι με το απόλυτο «εγώ» τους. Χρόνια και χρόνια βροντοφωνάζοντας την αποκάλυψη…Άγιος Βασίλης δεν υπάρχει! Και τι καταφέραμε τελικά; Χάσαμε τα δώρα του! 
Θα με ρωτήσεις, ξέρεις πόσες ψυχές άλλων γενεών ακυρώθηκαν στο ψέμα; Πόσα σπουδαία μυαλά θυσιάστηκαν σε άνδρες αφέντες; Πόσες δυνατότητες φιμώθηκαν, πόσα όνειρα καταχωνιάστηκαν…
Είναι μεγάλη τύχη και τιμή της ζωής να ζεις στην εποχή μας… 
Μεγάλη υπόθεση να'χεις τις επιλογές στα χέρια σου! Να μοσχομυρίζεις ελευθερία! Γι αυτό, δεν μιλάω για αναστροφή αλλά για ελιγμό. 
Το να ελίσσεσαι είναι σοφία και ακόμα και το γυναικείο κορμί είχε κάποτε καμπύλες που τις καταργήσαμε…Η καμπύλη είναι αγκαλιά, είναι αποδοχή, είναι συγκατάβαση, είναι κατανόηση. Αυτός ο ελιγμός λείπει. 
Γεμίσαμε και τα δυο φύλα γραμμώσεις…Που να μας βγάλουν οι γραμμώσεις;

Πεθύμησα…Θα σας το πω και ας κατσουφιάσετε τα ωραία σας μουτράκια… Πεθύμησα τον Αι Βασίλη μου! Γουστάρω να πλένω πιάτα (έστω να τα βάζω στο πλυντήριο), να μαγειρεύω μουσακά (έστω με ψημένες και όχι τηγανισμένες μελιτζάνες), να γεμίζω λουλούδια το τραπέζι να φάμε όλη η οικογένεια μαζί, να μιλάμε και να ρωτάμε ο ένας τον άλλον «καρδούλα μου είσαι καλά;» και να το εννοούμε…Γουστάρω να χαρίζω το χρόνο μου σε αυτούς και σε αυτά που μόνο το αξίζουν! Και κάτι μου λέει ότι αυτός είναι ο μόνος αληθινός και διαχρονικός πλούτος.

της Ρέας Βιτάλη

Και το όνομα αυτού "εθισμός"

"Ποσοστό άνω του 25% των μαθητών Γυμνασίου σερφάρει από 2 μέχρι 3 ώρες καθημερινά.... 
«Το 12,8 % των νέων που κάνουν χρήση του Διαδικτύου βρίσκεται στο χείλος του εθισμού"
σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία του «Παρατηρητηρίου για την Κοινωνία της Πληροφορίας» και της πανεπιστημιακής Μονάδας Εφηβικής Υγείας του Νοσοκομείου Παίδων «Π.& Α. Κυριακού»
 
'Aλλη μια φορά συνεχίζουμε τις διαπιστώσεις που αγγίζουν τα όρια πλέον όπως λένε του "εθισμού".
Δεν ξέρω αν πέρα από τα ποσοστά,τις απλές διαπιστώσεις και τους αφορισμούς ενός μέσου που θα μπορούσε να έχει εξελιχθεί σε μέσο πηγής πολιτισμού (το λιγότερο), έχουν μετρηθεί και οι αιτίες.

Τάση διαφυγής από τα αδιέξοδα, με μορφές ψυχαγωγίας όλο και πιο ρηχές, με συναναστροφές τυπικές διεκπεραιώσεις "γνωριμιών" μέσω e-mail, με φιλίες να μετριούνται με τα ρεκόρ συλλογής "φίλων" του Facebook μήπως;
Παιδιά που ψάχνουν τις "επαφές" τους στο fb, αδυνατώντας να απαιτήσουν την επιτακτική ανάγκη επαφής με τους γονείς τους μήπως;

Ας μην χύνουν κορκοδείλια δάκρυα κάποιοι (κυρίως οι γονείς) με τις διαπιστώσεις περί "εθισμού".
Κερδισμένους σας βρίσκω.
Οι πιτσιρίκοι και οι πιτσιρίκες των 12 χειρίζονται άριστα τα πλήκτρα του καινούργιας τεχνολογίας lap top
(δώρο απενεχοποίησης σας αγαπητοί γονείς) και σεις έχετε την ησυχία που ψάχνετε.

Ο ψαράς του Καστελόριζου, ο γρουσούζικη μέρα και το "μάτι"

 του Γιάννη Μακριδάκη

Εκεί ήµουνα, που να µην έσωνα, µα δεν επήρα χαµπάρι τίποτα, είχα από το πρωί µεγάλη σκοτούρα. Τους είδα βέβαια κουστουµαρισµένους να βολοδέρνουνε απάνω στο ντόκο, είδα και τους άλλους, µε τις µηχανές στα χέρια, να τρέχουνε από δω κι από κει µες στον ήλιο αλλά δεν έδωσα σηµασία. Είχα βούρλο στον κώλο, καταλαβαίνεις, καιγόµουνα.

Διότι είχα αφηµένο το παραγάδι κάτω από τις πέντε το πρωί κι η ώρα κόντευε έντεκα, ντάλα ο ήλιος, µια ζέστη να λιγοθυµάς, κι αυτοί να τριγυρίζουνε απάνω στο µόλο και να παίρνουνε πόζες, µα είχα εγώ καιρό για να κάθοµαι να τους βλέπω; Αποσπερίς βέβαια είχε κυκλοφορήσει µια φήµη πως θα ‘ρθει ο Πρωθυπουργός στο νησί µα δεν έδωσα βάση, µου το ’πε κι ο Μήτσος εκείνο το πρωί σαν πήγα στο µαγαζί του, πως θα ‘χοµε επίσηµες επισκέψεις και πως κάτι περιµένουνε να γίνει αλλά ούτε που κατάλαβα να σου πω την αλήθεια, δεν έκατσα να τ’ ακούσω προσεχτικά διότι βιαζόµουνα.
Εχανε το σωληνάκι, τόση δα µια τρύπα είχε κάνει κι έσταζε το πετρέλαιο σταγόνα σταγόνα µες στο καΐκι, καλά που το πήρα χαµπάρι και πρόκαµα να βγω όξω, µεσοπέλαγα ήµουνα, µόλις το ’χα καλάρει το παραγάδι κι ετοιµαζόµουνα να ’ρτω γιαλό, να χταποδέψω κάνα δίωρο και να πά’ να το σηκώσω ύστερα, ό,τι που είχε αρχίσει να ροδίζει η αυγή ήτανε, αλλά σαν έσβησα τη µηχανή κι έριξα τη σαλαγκιά στη θάλασσα, µε πήρε η βρώµα του πετρέλαιου, ανοίγω και τι να δω, πληµµυρισµένο το καΐκι. Βρε από πού χάνει, βρε από δω, βρε από κει, είδα κι έπαθα αλλά το βρήκα. Ενα τόσο δα τρυπαλάκι ήτανε, το κέρατό του και κόντεψε να µου αδειάσει το τάγκι. Τι να κάµω, πήρα απάνω τη σαλαγκιά, έβαλα µπρος και ήρτα στο λιµάνι βλαστηµώντας.

Εκανε µπουνάτσες καλές εκείνες τις µέρες και δεν είχα καθισιό, δόλωνα, καλάριζα, λεβάριζα, ξεψάριζα, νετάριζα, ξαναδόλωνα και πάλι τα ίδια, φούριες µεγάλες, κάθε µέρα ώρα πέντε το πρωί ήµουνα έτοιµος για µόλα, µα άξιζε τον κόπο διότι είχα βρει καλή γαρίδα, ζωντανή από την ανεµότρατα και χτυπούσανε σα διαολεµένα τα λιθρίνια κι οι σαργοί, και κάτι µουρµούρια του κιλού, θερία, καλά µεροκάµατα είχε κείνες τις µέρες κι είπα να µην κάµω καθόλου κράτει, µπας και βγάλω τα σπασµένα του χειµώνα αλλά έπαθα τη ζηµιά και µου κόπηκε η ρέντα.

Μάτι ήτανε, είµαι σίγουρος. Και ξέρω και ποιος πούστης µ’ έφαγε. Ο Φραγκούλης ο Σκορπιός. Είµαι σίγουρος.

Δεν υπάρχει καµιά περίπτωση να ήτανε άλλος διότι αυτός είχε πάθει το ατύχηµα εκείνες τις µέρες και δε µπορούσε να πάει στη δουλειά, µε τα δεκανίκια περπατούσε και βλαστηµούσε όλη µέρα κι όλη νύχτα που χάνει τις καλές µπουνάτσες, ποιος σου ’πε, ρε κερα τά, να καβαλάς µηχανάκι στην ηλικία σου, λες και είναι πια η µεγάλη απόσταση για να πας από το σπίτι ίσαµε το καΐκι, αλλά όχι, εκείνος πήρε µηχανάκι, κοπάνησε λοιπόν κάτω και χάλασε τον αστράγαλό του, ξάπλα του ’πε ο αγροτικός να κάτσει αλλά πού αυτός, ο κώλος του είχε καρφιά, έβλεπε τη θάλασσα κάλµα και σιχτίριζε. Και να σου τον κάθε πρωί να κατεβαίνει κούτσα κούτσα στο λιµάνι και να µετρά πόσα καΐκια λείπουνε, πόσοι επήγαµε στη δουλειά. Δεν έφευγε αν δεν εγυρίζαµ’ όλοι. Τον διάβολό µας είχαµε έβρει εκείνες τις µέρες που ήτανε ανάπηρος. Δεν επρολάβαινες να δέσεις και τσούκου τσούκου µε τα µπαστούνια ερκούντανε από πάνω σου ο κερατάς, κι όλο µες το µπουγέλο ήβλεπε, να δει την ψαριά, να τήνε φάει µε το µάτι του ο γρουσούζης.
Μια δυο τρεις µου το ’καµε και µετά πήρα µια µαξιλαροθήκη από τη γυναίκα κι ένα βρακολάστιχο παλιό και σκέπαζα το µπουγέλο σαν έµπαινα µέσα απ’ την µπούκα, τίποτα δεν είχε σήµερα, του ’λεγα µόλις τον έβλεπα να περιµένει σαν τον γλάρο από πάνω µου, τσάµπα τα πετρέλαια τσάµπα και τα δολώµατα, µα δεν το ’χαφτε ο διάολος, διότι ύστερα µ’ έβλεπε που σήκωνα το µπουγέλο για να το βγάλω όξω κι από τη δύναµη που έβαζα καταλάβαινε πόσα έχει µέσα, τον έβλεπα που ζύγιαζε µε το µάτι και κουνούσε την κεφαλή του µε ζήλεια, λες και του πήρα τα δικά του ψάρια, ναι, που να του βγει το µάτι, Θε µου, σχώρα µε. Εκείνη τη µέρα λοιπόν που ήµουνα µες στα νεύρα πρώτον µε τη ζηµιά και δεύτερον που θα µου τρώγανε οι σκουλόπετρες τα λιθρίνια, εκείνη τη µέρα λοιπόν που γύριζα άδειος, δεν ήτανε στο µόλο να περιµένει ο Σκορπιός. Μια µέρα, βρε κερατά, δε µε νοιάζει που θα µε δεις και µόνο σήµερα δεν είσαι απίκο, τόνε βλαστήµησα, έδεσα γρήγορα γρήγορα και πήδηξα όξω να πάω στου Μήτσου για το σωληνάκι. Μα ήτανε ακόµα κλειστός. Ηπια έναν καφέ και καθόµουνα στα καρφιά, έλεγα να πάω να το πάρω απάνω το παραγάδι και να ξανάρτω, να τη φτιάξω τη ζηµιά ύστερα, µα υπολόγιζα πως µε το ρυθµό που έσταζε το γαµηµένο, προλάβαινα δεν προλάβαινα να κάµω τη δουλειά.
Κι άµα µ’ άφηνε από πετρέλαιο µες στο πέλαγος, άντε ύστερα να ’ρτω πίσω µε τα κουπιά, δεν είµαι πια και είκοσι χρονώ, θα ξεκάµω µες στο λιοπύρι. Διότι δεν ξέρεις τι µπορεί να σου τύχει άµα φέρνεις απάνω το παραγάδι. Τρακόσα αγκίστρια ήτανε, µεγάλο, κοντά χίλιες οργιές, είχα και τέσσερα κολοκύθια βαλµένα απάνω, ένα κάθε εκατό αγκίστρια, για να λιγοστεύω τη φύρα, γιατί έχει µπλεξίµατα εκεί ο βυθός και µπορεί να σου κοπεί και να χάσεις το µισό, µεγάλη ζηµιά µπορείς να πάθεις, υπολόγιζα λοιπόν πόση ώρα χρειάζοµαι για να το φέρω όλο απάνω κι έλεγα να το ρισκάρω µα τελικά αποφάσισα να περιµένω πότε θ’ ανοίξει ο Μήτσος, να πάρω το σωληνάκι, να το αντικαταστήσω, να πάρω και ένα µπετονάκι πετρέλαιο για συµπλήρωµα και ύστερα να πάω.

Εκατσα λοιπόν στο καφενείο και τους άκουα που λέανε για την επίσκεψη, κατήβηκε και ο Δήµαρχος από νωρίς, σκουπίζανε την προκυµαία οι υπάλληλοι, λαµπίκο την κάµανε, κάτσανε ύστερα όλοι και περιµένανε, λέανε πως µάλλον θα κάµει και µια ανακοίνωση ο Πρωθυπουργός σήµερα και πως είναι πολύ µεγάλη διαφήµιση για το νησί που µας διάλεξε για να ’ρθει εδώ να πει όσα έχει να πει, τέτοια λέανε αλλά δεν έδινα σηµασία διότι είχα αλλού το νου µου.

Να µη στα πολυλογώ, σαν άνοιξε ο Μήτσος το µαγαζί, πήα και πήρα το σωληνάκι, µου ’πε κι εκείνος µια από τα ίδια, άσε µε, του λέω, να πάω να σιάξω τη ζηµιά και να φύγω, έχω να πάρω το παραγάδι απάνω, βιάζοµαι, µε τους πρωθυπουργούς θ’ ασχολούµαι, σάµπως εκείνοι ασχολούνται µαζί µου, εσύ, του λέω, που είσαι αργόσχολος, να κλείσεις το µαγαζί και να πας να τους προϋπαντήσεις, µη χάσεις. Κι έφυγα στα γρήγορα. Πήρα και από το Στεφανή ένα µπετονάκι πετρέλαιο και πήγα στο καΐκι.

Είδα κι έπαθα να το σιάξω. Ο ήλιος είχε ανέβει µισοούρανα, πάει η ψαριά, όλα θα τα ’χανε φαγωµένα οι σκουλόπετρες. Στο µόλο η κίνηση είχε αρχίσει να πολλαίνει, άκουα και κάτι ελικόπτερα που πετούσανε πού και πού από πάνω, σήκωνα το κεφάλι µου και τα ’βλεπα που κάνανε κύκλους, δε µας χέζετε κι εσείς µε τη φασαρία σας, είχα γίνει µούσκεµα στον ιδρώτα, τελικά το ’σιαξα, σηκώθηκα και είδα πιο πέρα την Καταδίωξη µε τις ελληνικές σηµαίες, όλο το χωριό µαζεµένο στον µόλο και οι κουστουµαρισµένοι να βγαίνουνε από ’να καΐκι, χειραψίες, φιλιά, λουλούδια, ιστορίες, έβαλα µπρος τη µηχανή να τη δοκιµάσω κι έφυγα αµέσως να πάω να λεβάρω.

Καλά που δεν είχα πάει προτού το σιάξω γιατί θα ’χα µείνει µες στο πέλαγος. Τρία µπλεξίµατα είχα εκείνη τη µέρα, το µισό παραγάδι κάτω µου ’µεινε, αυτός ο γρουσούζης ο Σκορπιός, τέλος πάντων, ας µην κολάζοµαι, µπορεί και ο Πρωθυπουργός να ’τανε ο υπαίτιος κείνη τη µέρα, πιο γρουσούζης αυτός, χέσ’ τα. Ούτε τρία κιλά ψάρι δεν επήρα, δυο τρία λιθρινάκια γερά, άλλα τόσα µισοφαγωµένα από τα µαµούνια, δυο σαργουδάκια µωρά κι ένα φαγκρόπουλο της λύπησης.

Γρουσούζικια µέρα, σου λέω. Να πάει και να µην ξανάρτει.

Αλλά δε µε φτάνανε όλα αυτά, είχα ύστερα και την τηλεόραση. Μπαίνω στο λιµάνι και βλέπω όλους τους επίσηµους στηµένους στο µόλο, δε µας έφτανε ο Σκορπιός που έκανε κάθε πρωί τον κατάσκοπο, τώρα είχαµε και την κρατική ηγεσία να µας ελέγχει. Σκέπασα το µπουγέλο µε τη µαξιλαροθήκη, έζωσα σφιχτά το βρακολάστιχο κι έπιασα τα παλαµάρια να πά’ να δέσω στη θέση µου. Ευτυχώς αυτοί στεκόντανε αλάργα. Μονάχα που έπρεπε να περάσω από πίσω τους. Εκανα πως ξεµπλέκω τα σκοινιά, πως ισιώνω το διάκι µη µε ρίξει απάνω στο µόλο, διάφορα τέτοια έκανα και πέρασα δίχως να τους βλεφαριάσω καθόλου. Σαν έδεσα, τα µάζεψα σβέλτα, ψάρια και εργαλεία και πήγα αµέσως στο σπίτι, φτου, σκόρδα στα µάτια σας, κερατάδες, µουρµούριζα σ’ όλο τον δρόµο. Μονάχα σαν µπήκα στον αυλόγυρο κι έκλεισα και την ξώπορτα, µονάχα τότε χαλάρωσα. Η Βιβή βέβαια έλειπε. Στην προκυµαία ήτανε µαζί µε τις φιλενάδες της. Οχι θα ’χανε τέτοιο πανηγύρι. Της πέταξα τα ψάρια στο νεροχύτη να τα καθαρίσει κι έκατσα αµέσως να νετάρω το παραγάδι. Πάνω από εκατό αγκίστρια είχα χαµένα κι έπρεπε να τα ξαναφτιάξω, µονάχα για φαΐ σηκώθηκα, το µεσηµέρι, σαν γύρισε η χάρη της κι έπιασε να µου δώκει ρεπόρτο, κάτι για µια σηµαντική εξαγγελία πως έκανε ο Πρωθυπουργός, πως µας έβαλε σ’ ένα διεθνές ταµείο και πως θα φτωχύνουµε όλοι από δω και µπρος µου ’λεγε, σηµασία δεν της έδινα, λες και ήµασταν πλούσιοι ώς τα τώρα, µα εκεί που έτρωγα, τσουπ, µου ’βαλε και την τηλεόραση, να δούµε λέει στα νέα το νησί που έχει την τιµητική του. Και τότε κατάπεσα τελείως.
Γιατί δείξανε κι εµένα οι ρουφιάνοι. Ναι. Σε µια στιγµή µε δείξανε σαν περνούσα µε το καΐκι από πίσω από τον Πρωθυπουργό την ώρα που ’κανε κείνες τις καταραµένες τις εξαγγελίες του, είχα ξεχασµένο και το µπουγέλο µε τα ψάρια κατάπλωρα, σκεπασµένο ευτυχώς, τινάχτηκα πάνω µε την µπουκιά στο στόµα κι έπιασα να φτύνω στον κόρφο µου σαν µε είδα, πάει, πάει, είπα, δεν υπάρχει περίπτωση να ξαναπάρω ψάρι, δε µου φτάνανε όλοι οι γρουσούζηδες που µε τριγυρίζουνε, τώρα θα ’χω και το µάτι του καθενός που µε ’δε στην τηλεόραση, άσε που µπορεί να βουλήσει και το καΐκι, Παναγία µου, σταυροκοπήθηκα, µου κόπηκε η όρεξη στο λεφτό, δε µπορούσα να το πιστέψω, φούσκωνα ξεφούσκωνα από τη σύχυση και δεν άκουα καθόλου τη Βιβή που µου ’λεγε δες εδώ και δες εκεί, έριξα µια µούντζα σ’ όλους, παράτησα το πιάτο µισογεµάτο και πήγα να ξαπλώσω. Ενιωθα µεγάλη αδιαθεσία. Από κείνη τη µέρα µ’ έπιασε ένας φόβος, τέσσεροι µήνες έχουνε περάσει ίσαµε µε σήµερα και δεν έχω ξαναµπεί στο καΐκι.

Ο Γιάννης Μακριδάκης είναι συγγραφέας και ζει στη Χίο. Γνωστότερα έργα του είναι: ο «Ανάµισης ντενεκές», η «Δεξιά τσέπη του ράσου» και ο «Ηλιος µε δόντια»

Οι γωνίες και τα σχήματα αλλάζουν...

Σάββατο 21 Αυγούστου 2010

Στάσου...μύγδαλα

Η πλάτη μου ακούμπησε στον τοίχο και η άρμη της έξυσε τρυφερά τον ασβέστη της κυκλαδίτικης λάτρας. Αφησα τη ματιά ελεύθερη και εκείνη πέταξε προς την άκρη του ορίζοντα. Γύρισε φέρνοντας πίσω μία θολή φιγούρα, μία μορφή που έπαιρνε σχήμα όσο με πλησίαζε. Την έβλεπα να λικνίζεται σαν στάχυ που σέβεται τον άνεμο, αλλά αψηφά τον ήλιο. Δεν την γνώριζα, αλλά ήξερα ότι ερχόταν για μένα. Στάθηκε μπροστά μου και έκρυψε το φως. Αιχμαλώτισε μερικές αχτίδες  στις σταγόνες ιδρώτα που στόλιζαν την κοιλιά της. Τα χείλη μου ζήτησαν να καούν αρκεί να τη σημαδέψουν. Εκείνη έγειρε το κεφάλι προς τα πίσω και ο αναστεναγμός της έκανε τα τζιτζίκια να σωπάσουν. Εμένα πάλι το τζατζίκι μου έφερε ένα ρέψιμο.

Αυτό με το ρέψιμο το έβαλα για να προσθέσω μία δόση ρεαλισμού. Υπό κανονικές συνθήκες θα μπορούσα να το συνεχίσω. Στην τελευταία πρόταση ή θα είχατε γονατίσει από το γελοίο του πράγματος ή θα κοιτάζατε γύρω σας μήπως υπάρχει καμιά τουρίστρια που θέλει μύγδαλα και κανένα αγόρι με τιρκουάζ στο λαιμό μαντήλι. Δεν ξέρω γιατί, αλλά τα κλισέ του ελληνικού καλοκαιριού εσχάτως με βασανίζουν με μεγαλύτερο σαδισμό. Ισως να φταίει που μεγαλώνω και τα βαρέθηκα. Μπορεί πάλι να είναι το φαινόμενο του θερμοκηπίου που βάζει τις προσδοκίες σου στην άφιξη του φθινοπώρου και όχι στο ξημέρωμα του καλοκαιριού. Το καλοκαίρι είναι πια βασανιστικό. Ασε που μπορεί να σου σκάσει καμιά παραμονή Πρωτοχρονιάς-όπως πέρσι-και άντε εσύ να αδυνατίσεις και να ερωτευτείς ενώ πας για βασιλόπιτα.


Ναι, με εκνευρίζουν οι περιγραφές και τα στερεότυπα για το καλοκαίρι. Αγριεύω με τις αφηγήσεις, τα άρθρα και τα μικρά διηγήματα. Λες και οι συγγραφείς σηκώθηκαν από το σεξ και όπως ήταν ιδρωμένοι, χωρίς ντους, έγραψαν το κομμάτι και βούτηξαν πάλι στο κρεβάτι ή επέστρεψαν στη μάντρα του κυκλαδίτικου σπιτιού. Μερικά δε είναι τόσο κακογραμμένα που πιστεύεις ότι γράφτηκαν όντως με τα πόδια επειδή έτσι βόλευε η στάση τη συγκεκριμένη στιγμή. Δυστυχώς από τότε που ο Κωστόπουλος απενοχοποίησε τις δημόσιες αναφορές στο σεξ, χάθηκε και το μέτρο. Μόλις έρθει το καλοκαίρι όλοι οι life style συντάκτες και οι συγγραφείς του συρμού επιδίδονται σε ένα ερωτικό όργιο το οποίο είναι σαν το κυνηγητό του Βόγλη στην Αναμπελ: κάθε χρόνο το ίδιο. Ο Βόγλης δεν λέει να πάρει το Lower και οι άλλοι αρνούνται να γράψουν κάτι διαφορετικό.


Να σας δώσω ένα παράδειγμα. Φρέσκο, όχι το all time classic με τα «ιδρωμένα κορμιά που παραδίδονται νωχελικά στη σαγήνη του απομεσήμερου» (στην πραγματικότητα πρόκειται για το «σκάσαμε στο φαί, ήπιαμε ένα τσιγάρο και την πέσαμε, δεν είχε και κλιματιστικό το δωμάτιο»). Φέτος είναι της μόδας το καρπούζι. Ολοι και όλες βλέπουν το καλοκαίρι σαν μία φέτα καρπουζιού με ζουμιά που τρέχουν ηδονικά είτε πάνω σε κορμί, είτε στο πάτωμα. Τη μύγα δεν τη βλέπει κανείς; Ολοι μυρίζουν το αγιόκλημα, κανείς τη μπόχα. Ολοι βλέπουν ζευγάρια στο ηλιοβασίλεμα. Κανείς δεν βλέπει ζευγάρια που τρώνε αμίλητα τη χωριάτικη λίγο πριν επιστρέψουν στο δωμάτιο, πλακωθούν στον καυγά και ο κακομοίρης αρχίσει να σκοτώνει κουνούπια, γνωρίζοντας ότι δεν θα δει το φιλικό της ομάδας του.

Σε λίγο θα εμφανιστούν τα πρώτα άρθρα για το πόσο όμορφη είναι η Αθήνα τον Αύγουστο, τις πισίνες, τα θερινά σινεμά και τις κρυφές γωνιές. Αλλά δυστυχώς κανείς δεν είναι στην Αθήνα τον Αύγουστο. Εχουν πάει όλοι στις Κυκλάδες και κάνουν σεξ.

Κώστας Γιαννακίδης

Τελικά πέρα απ'τα καλοκαίρια "κλισέ" με τα αρμυρίκια,τη μυρωδιά λεβάντας,τα άσπρα σεντόνια που ντε και καλά κάποιοι πρέπει απαραίτητα να αγκαλιάζονται(sic...) πίσω από τις μισόκλειστες γρίλιες του απομεσήμερου ή υπό το φως του φεγγαριού που γλυστάει μέσα απ' αυτές, το ιδανικό καλοκαίρι δεν είναι παρά μόνο η στιγμή.
Τίποτε λιγότερο,τίποτε περισσότερο.
Νομίζω δηλαδή...ή τουλάχιστον αυτό είναι για μένα,πιστή στην απόρριψη κάθε είδους "κλισέ" και ότι με πάει σε δρόμους του συρμού.
(είπε η αθεράπευτα αλλού ντ' αλλού...)


Παρασκευή 20 Αυγούστου 2010

Επιτέλους!!!

Είμαι πολύ δυνατή.
Το ξέρω, μου το λένε συχνά όσοι με ξέρουν.
Όταν στέκομαι ψηλά ακόμα κι όταν όλα δείχνουν να καταρρέουν.
Όταν δείχνω ψύχραιμη  και χαμογελάω με σιγουριά μπροστά στην τρικυμία.
Τους ξεγελάω όλους με αυτά τα καμώματα
Δεν πονάω εγώ
Δεν πονάω καθόλου.
Να το γράψω μερικές φορές ακόμα.. μπορεί να το πιστέψω.. εγώ η δυνατή… 

Μήπως να έβαζα καλύτερα τις φωνές σαν τη Μάρω Βαμβουνάκη στις "Ιστορίες με καλό τέλος" 


"Έτσι που όλοι με έχουν "χρίσει" δυνατή, φορτώνομαι με μια αόριστη υποχρέωση να στέκω μόνη κι ακλόνητη, να μην έχω πού να αφεθώ και να λυγίσω. Έχω κι εγώ μάθει να μη λυγίζω σε κείνα τα λυτρωτικά, στιγμιαία έστω, σπασίματα των άλλων. Φαίνομαι ψύχραιμη, σχεδόν ψυχρή.

Είναι μια μάσκα που νιώθω χρέος να φοράω πάνω από μια ψυχή τρεμάμενη. Άλλοτε με φυλακίζει αυτή η μάσκα κι άλλοτε με σώζει. Δεν ξέρω πια πόσα απ' τα χαρακτηριστικά μου είναι έμφυτα και πόσα κατασκευάστηκαν στην πορεία της ζωής μου πάνω. Δεν είναι εύκολο να τα ξεχωρίσει κανείς.

ΥΠΑΡΧΩ ΚΙ ΕΓΩ! ΥΠΑΡΧΩ ΚΙ ΕΓΩ! ΕΓΩ ΚΑΙ ΤΑ ΚΑΚΟΠΑΘΗΜΕΝΑ ΜΟΥ ΑΙΣΘΗΜΑΤΑ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ! Κουράστηκα να προσποιούμαι, κουράστηκα να κρύβομαι.

Ας κάτσει, επιτέλους, να προβληματιστεί και για μένα κάποιος.

Ας γίνω κι εγώ για λίγο η δύσκολη, η δύστροπη έστω, η απαιτητική..."

Των εχθρών τα φουσάτα ...

Οι Ελληναράδες είθισται να κατεβαίνουν στην παραλία μετά τις 12 το μεσημέρι.
Ομαδικώς, τρέχοντας στην άμμο, "να πιάσουν ξαπλώστρα και ομπρέλα" πετώντας την άμμο από την παντόφλα στα μάτια σου.
Κοιλαράδες, χοροπηδούν στα κύματα ομοιάζοντες βαρκών και σημαδούρων.
Τους κοιτάς και νομίζεις ότι όλος ο πληθυσμός της χώρας συσσώρευσε λίπη και κρέατα στο κορμί του σε μια προσπάθεια να αναπαραχθεί, και μόλις το πέτυχε τρελάθηκε, έγινε δυστυχισμένος και μίζερος.
Παιδάκια που κλαίνε δυνατά και ασταμάτητα, ουρλιάζοντας υστερικά, όταν δεν "μπουκώνονται" με πατατάκια και μπισκότα και δεν "λούζονται" με coca cola.

Υστερικές "μαμάδες" ( που όταν δεν μιλούν στο κινητό) ωρύονται στα μικρά τους, να μην πετάνε άμμο στην ξαπλώστρα,(την δική τους...όχι των διπλανών), να μην βρέχονται, να μην κάθονται στον ήλιο, να μην παίζουν, απειλώντας με "σπάσιμο χεριών" "σπάσιμο στο ξύλο" "σπάσιμο κεφαλιών" και υλοποιώντας τες σε πολλές των περιπτώσεων, αφήνοντας αποτυπώματα της παλάμης τους πάνω τους.

Παράξενη;  Σνόμπ; ψηλομύτα;
Δεν πειράζει.Αρκεί να μην "πειράζεται" το νευρικό μου σύστημα.

Παραλίες λοιπόν, που αποφεύγουν οι Νεοέλληνες και είναι χαρά θεού είτε με λουόμενους γλάρους, είτε με τουρίστες αλλοδαπούς, που τα παιδάκια τους δεν τσιρίζουν,δεν είναι επιθετικά,δεν είναι αγενέστατα και ενοχλητικά, οι μαμάδες δεν μιλούν με τις ώρες στο κινητό αδιαφορώντας και κοιτάζοντάς τα με το βλέμα της αγελάδας (όταν δεν τα απειλούν και δεν ουρλιάζουν πιο δυνατά), οι μπαμπάδες δεν λιγουρεύονται ξύνοντας τις κοιλιές τους (μη πω και τίποτε άλλο...) ότι κινείται και φοράει μπικίνι, κρυμμένοι πίσω από γυαλί καθρέφτη, δεν λύνουν τα οικογενειακά τους κάτω από την ομπρέλα, δεν τινάζουν την πετσέτα με την άμμο πάνω από το κεφάλι μου, δεν βάζουν το τεχνολογίας κινητό τους να παίζει Γονίδη δίπλα στ' αυτί μου, δεν είναι αγενείς, κακομαθημένοι, ψευτοτσαμπουκάδες. χωρίς παιδεία.
Θα μου πείτε...δεν είναι όλοι έτσι.
Συμφωνώ!
Είναι οι περισσότεροι....

Mε τους γλάρους λοιπόν και τους...."ξενέρωτους" που όταν εμείς είχαμε πολιτισμό αυτοί ήταν ανεβασμένοι στα δέντρα...

Με μια ματιά θα τις ξεχωρίσετε τις παραλίες που θα μπορέσετε να χαρείτε το μπάνιο σας και να χαλαρώσετε.
' Οπου δείτε παραλία σπαρμένη με καρπουζόφλουδες απ' άκρη σ' άκρη,σακκούλες και pampers  φύγετε μακρυά.
Των εχθρών τα φουσάτα περάσαν σαν τον λίβα που καίει τα σπαρτά από κει.Υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να... ξέχασαν πως έχουν αφήσει τα σκουπίδια τους εκεί και να ξανάρθουν...





Πέμπτη 19 Αυγούστου 2010

Το δικό μου ραδιόφωνο δεν επενδύει στο φόβο μου

Του συγγραφέα
Γιάννη Φιλιππίδη

Το ραδιόφωνο που ακούω, ξυπνάει μαζί μου να παλέψει τη μέρα από την αρχή. Κλείνει το μάτι στις σκοτούρες, που βιάζονται να «τρέξουν». Μου θυμίζει τις μουσικές που αγαπάω ή προτείνει με τρόπο χαλαρό τις καινούργιες. Πίνει διαλεγμένο αρωματικό καφέ και καπνίζει οικονομικά τσιγάρα, χωρίς ενεργές τύψεις. Χασμουριέται και τεντώνει το κορμί χαριτωμένα, δίχως να νοσταλγεί τη θαλπωρή της κρεβατοκάμαρας.

Συνδέεται άμεσα με τους ακροατές του, επικοινωνεί, αφουγκράζεται τις φωνές των φίλων του, μοιράζεται την είδηση αφού πρώτο έχει εστιάσει σ’ αυτήν. Χαμογελάει στα ψιλά των εφημερίδων, που κρύβουν τις δικές μας διαφωνίες. Τραβάει την εξουσία από το μανίκι με κάθε αφορμή, άλλες φορές της γκρινιάζει ή εκτονώνεται βγάζοντάς της περιπαιχτικά τη γλώσσα ενόσω εκείνη αυτοθαυμάζεται στη χαλαρότητα της αλαζονείας της.

Ενημερώνει κυριολεκτικά, στοιχειοθετώντας τις ειδήσεις που ‘χουμε λόγο να μαθαίνουμε. Βλέπει, φανερώνει κι ασχολείται με τις αλήθειες θαρραλέα και με κέφι. Δεν καταπιάνεται με δευτεράντζες των τηλεοπτικών ρεπορτάζ, αποφεύγει τα ροζ, μένει ψύχραιμο στα κλισέ της ενημέρωσης.
Δε χρειάζεται την εικόνα για να επιβάλει την ισχύ του, είναι αυθύπαρκτα δυνατό και χύνεται στις εικόνες των ακροατών που εναλλάσσονται.

Το ραδιόφωνο που αγαπάω, αλλάζει χώρο, τόπο, χρόνο, κυκλοφορεί μαζί μου εκτός, μπλέκεται στην κίνηση του δρόμου, κατεβάζει το παράθυρο για να φλερτάρει ένα κορίτσι. Διακόπτει για να σταθεί στην ουρά του κάθε δημόσιου καρεκλοκένταυρου, αλλά επιστρέφει γρήγορα και συνεχίζει, πηγαίνοντας σε δουλειές, στην αγορά ή για βόλτα.

Βλέπει σινεμά όταν προλαβαίνει, προτείνει ταινίες, πηγαίνει σε συναυλίες που αξίζουν το εισιτήριό τους. Διαβάζει βιβλία στα σκόρπια και κουβεντιάζει γι’ αυτά, δανείζεται ατάκες ή το ήθος τους, αντιδρώντας στη στείρα φιλοσοφική παραφιλολογία, την ατάλαντη συγγραφή και το στόμφο, που εκπέμπουν οι αυτοφυείς διάνοιες. Αγαπάει από τις συνεντεύξεις, μονάχα αυτές που γίνονται με πρόσωπα που ‘χουνε λόγο διαφορετικό και τρόπο.
Το δικό μου ραδιόφωνο δεν επενδύει στο φόβο μου. Δε διδάσκει, δε πουλάει το μουτράκι του, δε χαλιναγωγεί. Αντίθετα: συμπορεύεται, καταδεικνύει τα ελλείμματα γύρω μας κι εντός μας, απολαμβάνοντας τις ελπίδες, που ‘χουνε λόγο ύπαρξης, παίρνει φόρα και βουτάει στα αδιέξοδά μας για να μετρήσει το βυθό τους.
Παλεύει να δει την γκρίνια μας με οξυδερκές χιούμορ. Σιγοσφυρίζοντας, μας υπενθυμίζει την ερωτική πλευρά μας, την ανθρώπινη, αυτήν που καταπατά η πολιτική επικαιρότητα.
Αγαπάει τη μόρφωση, καθόλου απαραίτητα αυτή που πιστοποιούν τα χάρτινα πτυχία, επικεντρώνεται πιο πολύ στην ουσία, στον κόσμο που βιάζεται να προφτάσει το αύριο.
Οι δικές μου συχνότητες θυμούνται και σέβονται τα παλιά βινύλια και τους ήχους τους, βλέπουνε με άλλο μάτι τα Σαββατοκύριακα, που κρύβουν ανάσες, ρολόγια χωρίς ήχους αφύπνισης και περισσότερες ελευθερίες.

Ακούει τους καβγάδες με τ’ αγαπημένα μας πρόσωπα, αντιμετωπίζει ακομπλεξάριστα τη διαφορετικότητα των ανθρώπων.
Μας καθηλώνει παρκαρισμένους στα γιώτα χι, ως να τελειώσει το απρόοπτα αγαπημένο ρεφρέν ενός τραγουδιού, που πρωτακούμε.
Ξεμυτάει σ’ εκδοχή μικρού τρανζίστορ στη βεράντα για να ποτίσει μαζί μας τα λουλούδια που λιγοστεύουν την ασχήμια του τσιμέντου και βγάζει τη γλώσσα στην ακροδεξιά γειτόνισσα, που ανατρέπει την αισθητική και την πολιτική μας ορθότητα με τις σημαίες και την παρουσία της, που ενέχει αδιακρισία τηλεοπτικής κάμερας.
Ύστερα πάλι κάθεται μέσα, να χαλαρώσει στο πλάι ενός παράθυρου, που χαμηλώνει διακριτικά το φως της μέρας, Απλώνει και πάλι τις μουσικές του προβάλλοντας μέσα από τα λογισμικά του διαδικτύου. Υποδύονται την υπόκρουση, ενόσω επικοινωνώ ηλεκτρονικά με τους φίλους που δε προλαβαίνω να δω από κοντά, νιώθει την κούρασή μου, κουβεντιάζει με την εσωτερική μου πλευρά.

Το ραδιόφωνο που αγαπάω μεγαλώνει κι ωριμάζει μαζί μου. Βρίσκει έναν προς έναν τους τρόπους για να γίνεται καλύτερο, ανανεώνεται, αλλάζει εποχή με τους δικούς μου χρόνους.
Αρνείται πεισματικά να υποκύψει στις προεπιλεγμένες λίστες τραγουδιών, που απειλούν να καταργήσουν την επικοινωνία ως έννοια και σαν αξία του χαρακτήρα μου. Αντέχει στη γνώμη μου, αξιοποιεί την κριτική, μοιράζεται τη χαρά μου, όταν μιλάμε γι’ αυτό, με κάθε πιθανή αφορμή. Έχει ιστορική συνέπεια, κάνει την ανατροπή, έχει μέλλον...
 
Γράφει ο Σπύρος Σεραφείμ: Ο Γιάννης Φιλιππίδης απέκτησε την πρώτη του γραφομηχανή στα οκτώ του χρόνια. Σπούδασε Υποκριτική, είναι συγγραφέας. Από τις Εκδόσεις «Άγκυρα» κυκλοφορούν τα εξαιρετικά βιβλία του «Η μυρωδιά σου στα σεντόνια μου» και «Ο εραστής, η μέλισσα κι ένα μικρούλι αχ». Στον ελεύθερο χρόνο του περπατάει, βλέπει εμπνευσμένο κινηματογράφο, ακούει μουσικές. Σιχαίνεται με πάθος τη γυμναστική και τα κινητά τηλέφωνα, αλλά λατρεύει το ραδιόφωνο.
http://www.e-tetradio.gr/ar3599el_todikomoyradiofwnodenependyeistofovomoy.html

Ανέμισες για μια στιγμή το μπολερό

Αύγουστος ήτανε δεν ήτανε θαρρώ...
18 ή 19 Αυγούστου (η ημερομηνία δεν ξεκαθαρίστηκε ποτέ),έπρεπε να πεθάνει από τους φασίστες του Φράνγκο, γιατί ήταν δημοκρατικός και ομοφυλόφυλος σε καιρούς που η Ισπανία δεν τα άντεχε. Πάνω απ' όλα, γιατί ήταν ποιητής. Ο φαλαγγίτης που με μπαμπεσιά τον συνέλαβε στο σπίτι φίλων του χωρίς να έχει ένταλμα, ήταν αποκαλυπτικός: "Με το έργο του έκανε περισσότερο κακό απ' ό,τι άλλοι με τα όπλα"


"Γεια σου,Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα! 
Η πιστολιά που σε σώριασε στον πέτρινο τοίχο ενός χωριού της πατρίδας σου, τίποτε δεν κατάφερε να κάνει!Του λαού η δύναμη που αγάπησες ανασταίνει τώρα τα λόγια σου για πάντα και ξέρεις εσύ πόσο το δάκρυ ενός χωριάτη αξίζει περισσότερο απ΄όλα τα βραβεία των Ακαδημιών.
Οδυσσέας Ελύτης, "Ανοιχτά Χαρτιά"

"Η τέχνη κι η ποίηση δεν μας βοηθούν να ζήσουμε
η τέχνη και η ποίηση μας βοηθούνε να πεθάνουμε
περιφρόνησις απόλυτη
αρμόζει
σ΄όλους αυτούς τους θορύβους
τις έρευνες
τα σχόλια επί σχολίων
που κάθε τόσο ξεφουρνίζουν
αργόσχολοι και ματαιόδοξοι γραφιάδες
γύρω από τις μυστηριώδικες κι αισχρές συνθήκες
της εκτελέσεως του κακορρίζικου του Λόρκα
υπό των φασιστών
Μα επί τέλους! πια ο καθείς γνωρίζει
πως από καιρό τώρα
- και προ παντός στα χρόνια τα δικά μας τα σακάτικα-
είθισται
να δολοφονούν
τους ποιητάς
Νίκος Εγγονόπουλος(Ποιήματα Β΄, 1977)


Μεμέντο
Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα
 
Όταν θα πεθάνω,
με την κιθάρα μου αντάμα,
θάψτε με κάτω απ΄τον άμμο

Όταν θα πεθάνω,
στις πορτοκαλιές ανάμεσα
και στις μέντες.

Όταν θα πεθάνω,
θάψτε με,παρακαλώ,
στον ανεμοδείχτη.

Όταν θα πεθάνω!



"Και με ψάχνανε στα καφενεία, στα μαγαζιά, στις υπόγειες στοές
παντού με ψάχναν.
Δε με βρήκαν. Δε με βρήκαν ποτέ;
Οχι, ποτέ δε με βρήκαν."

 
Δεν τον βρήκαν ποτέ. Εβδομήντα τέσσερα χρόνια μετά τη δολοφονία του, το ποίημά του παραμένει προφητικό. Στόχος όσων τον στέρησαν από την Τέχνη, από τους αφιοσιωμένους θαυμαστές του, από τους ανθρώπους που τον λάτρευαν, ήταν να τον εξαφανίσουν, ακόμα και νεκρό, πιστεύοντας πως θα καταπνιγόταν η απήχηση του έργου του.

Τετάρτη 18 Αυγούστου 2010

Ερρίφθη η μετακόμιση...



Ερρίφθη η μετακόμιση, κύβος άδειος το σπίτι επάνω.

Μπήκανε σε τεράστιες κούτες η βελόνα κι η κλωστή που
έραβε τα σπλάχνα βήματα τους απόγονους θορύβους
στον ποδόγυρο της καθησύχασής μου – τι τέκνο στοργικό
το καζανάκι πώς κατέβαινε τρέχοντας τη νύχτα
επάνω μου να το αφουγκραστώ.

Κούτες δέματα μπόγοι δεθήκανε καλά με τον κομμένο
ομφάλιο λώρο.
Δε γινόταν άλλο δίχως ανελκυστήρα γκαράζ
χωρίς βεσέ προπάντων, ολόκληρη τετραμελής δικαιολογία
-   πολύ παλιάς κατασκευής η μάνα.

Λίγες οι ζημιές.
Σπάσανε κάτι χρόνια μεταχειρισμένα κι ελάχιστα επόμενα
και βέβαια, θρύψαλα το λάθος να νομίζεις πως τα γκοοοόλ
θα είχαν εσαεί τερματοφύλακα μόνο την ακοή σου
ότι η Μπάρμπι θα μεγάλωνε δεμένη στους παραλογισμούς σου
πώς δεν θα στέρευε ποτέ της ροζ κορδέλας το ποτάμι
θα ψήλωναν στις όχθες του κι άλλο τα καταπράσινα
που φύτεψες κοτσίδια να κάθονται στο θαλερό τους ίσκιο
τα’ άσπρα σου μαλλιά.

Το νόμιζες ακίνδυνο το πειρατικό πλέιμομπίλ καράβι
σα να μην ήξερες πως το’ χουνε παιχνίδι να φεύγουνε τα οικεία
σα να μην είχαν κι άλλοτε βροντήξει με παιδική
συναρμολογούμενη ευκολία κανόνια και πλόες
υπό ενήλικη σημαία.

Μαζεύω από κάτω παρατημένα μικροπράγματα
μην τα πατήσει η αντήχηση και σπάσω.

Μικρές αποχαιρετιστήριες μπαλίτσες κανονιού
σα χοντρό πιπέρι – πιπέρι πιπέρι στο στόμα
στα κακά λόγια του χωρισμού
το νήπιο θερμόμετρο μέρες ξεχασμένο
στης ιστορίας την απύρετη μασχάλη

το πινελάκι που βάφει τα ματάκια της κλαμένα
η κουκλίτσα λύπη
κουρέλι τη μαύρη μπέρτα του Σούπερμαν.

Μην το αποκλείεις. Κι άλλες φορές κουρέλι η αντοχή
κι όμως αποκαλύφθηκε υπεράνθρωπος.

Κική Δημουλά "Στα παδιά μου"

' Ενα παιδί...

"Πήχτωσε το βράδυ. Λιγόστεψε κι ο αχός απ' τα κυπαρίσσια. Ανάψανε οι λαμπάδες τ' ουρανού. 
Όλα ήταν γάλα, γάλα, λουλάκι και σπίθες. Το ποτάμι μουρμούριζε μες στον ύπνο του κρυφά παραμιλητά. Το παιδί κείνο το βράδυ δεν κοιμήθηκε, ολόκληρο το βράδυ.
Έγραφε το πιο πικρό, το πιο μεγάλο του παραμύθι. Την αυγή ξεκίνησε. Ήταν παρηγορημένο. 
Είχε καταφέρει όλη τη νύχτα να μετρήσει τ' αστρα. 
Να τα μετρήσει όλα, σιγά-σιγά, ένα-ένα... 
Όλα. Και τα βρήκε σωστά."

Τρίτη 17 Αυγούστου 2010

«Τὸ νὰ γράψει κανεὶς σ᾿ ἕναν ἄνθρωπο, εἶναι ἴσως εὔκολο στοὺς πολλούς. Τὸ νὰ γράψει σ᾿ ἕνα ζῶο εἶναι ἀφάνταστα δύσκολο. Γιὰ τοῦτο φοβᾶμαι. Δὲν θὰ τὰ καταφέρω. Τὰ χέρια μου ἔχουνε σκληρύνει ἀπὸ τὰ λουριά σου, κι ἡ ψυχή μου ἀπὸ ἄλλη αἰτία. Ὅμως πρέπει. Αἰσθάνομαι τὴν ἀνάγκη. Γι᾿ αὐτὸ θὰ σοῦ γράψω. (...) Οἱ κάλοι τῶν χεριῶν μου ἀπὸ τὰ λουριά σου μοῦ εἶναι τόσο ἀγαπητοί, ὅσο ἐκεῖνοι ποὺ κάποτε ἀπόχτησα στὶς θαλασσινές μου πορεῖες. Θὰ σοῦ ξαναγράψω!...»(Νίκος Καββαδίας "Τοῦ πολέμου, Στὸ ἄλογό μου")

Και ζήσανε αυτοί καλά...

Οι "καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης",είπαμε...θέλουν παραμύθια ή κάτι σαν παραμύθι, που να πηγαίνει το μυαλό σε χρώματα και εικόνες μακρυνές και άλλες.
Πάντα υπάρχουν τέτοια στα ράφια.
Επιδεικτικά σνομπαρισμένα και αφημένα να σκονίζονται, σταθερή στο μότο "όχι best sellers", σαν αυτά που επιδεικτικά αφήνονται τώρα το καλοκαίρι πάνω στις σεζ λονγκ.
Βγαίνουν,ξεσκονίζονται, φώτα και πάμε:
Σαν παραμύθι Νο 1
"Παραμύθι" για τους άρχοντες της παλιάς Αθήνας
που τελειώνει κάπως έτσι:

"Και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς οι υπόλοιποι χειρότερα 
γιατί χάσαμε την υπομονή μας,
Λησμονήσαμε τις ρίζες μας,
Εξουθενωθήκαμε σε άσκοπες συγκρίσεις,
αμφισβητήσαμε την αξιοπιστία των λέξεων,
απορρίψαμε το αυτονοητο.
Εξαντληθήκαμε σε περιγραφές δίχως σημασία,
μνημονεύσαμε τα μάταια, 
χάσαμε το φιλοτιμό μας.
Δικαιολογήσαμε τις συμφορές μας,
αρνηθήκαμε τα θαύματα, 
και ξεχάσαμε πως στην Αθήνα όλα αλλάζουν
και όλα παραμένουν τα ίδια…"

Δευτέρα 16 Αυγούστου 2010

Φοβηθείτε τους...



Έληξε η αμφισβήτηση. Αποφανατίστηκαν οι επαναστάσεις. 
Καταγγέλθηκε η απάτη κάθε "πρωτοπορίας". 
Μια οργιαστική Σιγή εβλάστησε σε όλες τις ρωγμές. 
Κοιτάξτε αυτούς τους νεαρούς των δεκαπέντε-δεκαεφτά χρονών. Κοιτάξτε τους καλά. 
Προσέξτε την Κατήφεια τους. Την νευρική τους απάθεια, την σιωπή τους, την δύσαρθρη ομιλία τους, την δύσθυμη σκληρότητα τους. 
Προσέξτε πόσο ακίνητος είναι αυτός ο Νέος Άνθρωπος. 
Πόσον αμίλητο φόνο κουβαλάει μέσα του. 
Κι αν ακόμα δεν είναι αυτοί ο Συναγερμός, θα έρθουν παιδιά και έφηβοι που θα είναι προορισμένοι για τον Νέο Λόγο. Απλά, για τον Λόγο. 
Για λέξεις που ποτέ δεν διαπράχθηκαν, για νοήματα που ποτέ δεν ορθολογήθηκαν, για εικόνες που ποτέ δεν μιλήθηκαν. 
Φοβηθείτε τους.

 ' Εγραφε ο Γιώργος Χειμωνάς το 1982!
Ούτε ένα, ούτε δύο, αλλά 28 ολόκληρα χρόνια πριν!
'Ηρθε ο καιρός;;

Σάββατο 14 Αυγούστου 2010

Les vrais voyageurs


Φευγάτη πριν ανέβει ο ήλιος, αποσυνδέθηκα από την ευρύτερη εικόνα και στάθηκα σε μια θάλασσα σαν του  Καβάφη: "Θάλασσα του πρωιού κι ανέφελου ουρανού..."
' Οχι ότι έγινε η μεγάλη αλλαγή στην ορμή του ποταμού των γεγονότων.

'Ετσι κι αλλοιώς είχα στραμένη την προσοχή μου στα κάτασπρα βότσαλα, έβαζα στοιχήματα με το ελαφρύ κυματάκι αν θα φτάσει να τ' αγγίξει, και σε μια παρέα γλάρων που χάζευαν από την ακρογιαλιά- θέλω να πιστεύω- εμένα , που προσπαθούσα ν' "αδειάσω" μυαλό και ψυχή στην αγκαλιά του κρυστάλλινου απέραντου γαλάζιου.
 

Η θάλασσα για μένα, για ένα περίεργο -και σύμφωνα με την προσωπική μου μεταφυσική- λόγο, είναι μήτρα και σύμπαν, μια μεγάλη ασφαλής αγκαλιά, που με βοηθάει να "καθαρίζω" το μέσα μου.
Eίναι το "ταξίδι",αυτός ο έντονος πόνος φυγής ,το "mal du départ" όπως το λέει ο Καββαδίας, που καταλαγιάζει στην αγκαλιά της.
 

"Πολλά είναι τα πρωινά που ξυπνάω με γεύση ματαιότητας και θανάτου. Όμως είναι και άλλα όπου με διακατέχει μία έντονη επιθυμία απόδρασης. Ονειρεύομαι πως, σιωπηλά, χωρίς κανείς να με πάρει μυρωδιά, μαζεύω μερικά απαραίτητα πράγματα και εξαφανίζομαι. Το που πάω δεν έχει σημασία και αλλάζει από ξημέρωμα σε ξημέρωμα: άλλοτε λιάζομαι σε εξωτικά μέρη και άλλοτε χάνομαι σε μεγαλουπόλεις. Σημασία έχει ότι φεύγω. Αυτή η λαχτάρα της φυγής είναι τόσο έντονη που με πονάει σωματικά". (N.Δήμου Οι Δρόμοι μου, σελ. 652 «Φεύγοντας Ακίνητος»).
 

Μετά σου λέει γιατί διαβάζω ξανά και ξανά τα ίδια και τα ίδια κάποιων..
Μα γιατί "συναντώ" ανθρώπους που σκέπτονται ότι σκέπτομαι, κάνοντας ανώδυνα βήματα μέχρι τα ράφια της βιβλιοθήκης μου...
 

"Φεύγοντας ακίνητη".Κι όσο "φεύγω" δεν πάω πουθενά.
Σε κάποια άλλη θάλασσα του πρωιού κι ανέφελου ουρανού μπορεί και να σκεφτώ αν 
"Οι χειρότερες φυλακές, δεν είναι αυτές που δεν μπορείς αλλά που δεν θέλεις να φύγεις".
' Η άδικος κόπος;
Κάτι μου λέει πως θα συμφωνήσω με τον Baudelaire:

Mais les vrais voyageurs sont ceux-là seuls qui partent
Pour partir;

"Μα οι πραγματικοί ταξιδιώτες είναι αυτοί μόνο που φεύγουν
Για να φύγουν. Ανάλαφρες καρδιές, σαν αερόστατα
Από την μοίρα τους ποτέ δεν απομακρύνονται
Και δίχως να ξέρουν γιατί, λένε πάντα : πάμε!"

Με μουσική υπόκρουση το " mal du départ", του ιδανικού και ανάξιου εραστή των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων, του πολυαγαπημένου Καββαδία.

Παρασκευή 13 Αυγούστου 2010

Ρεμβασμός...


Βράδια αυγουστιάτικα με τις "Παρακλήσεις" στην Παναγία…
Ναός Κοιμήσεως της Θεοτόκου στο χωριό του πατέρα.
Διακοπές και βαρεμάρα τούτη η ώρα, για μας που σταματούσαμε το παιχνίδι στον πρώτο ήχο-κάλεσμα της καμπάνας.
Ακούω τους ήχους… Ζωντανεύω τις εικόνες… Φέρνω στα μάτια μου τα πρόσωπα…
' Οταν το παρόν στενεύει και νοιώθεις να σε πνίγει,επιστρέφεις σε χρόνους όπου "οι άνθρωποι έκλαιον ακόμη εκούσια δάκρυα εκ συναισθήσεως"


 "Την εσπέραν εκείνην, της 13 Αυγούστου του έτους 186... εκάθητο μόνος, ολομόναχος, έξω του ναΐσκου, εις το προαύλιον, έμπροσθεν της καλύβης την οποίαν είχε κτίσει, εκάπνιζε το τσιμπούκι του, κ’ ερρέμβαζεν...Και αυτός ήλθεν εις την Παναγίαν διά να κλαύση και να πη τον πόνο του. Ήτον κτήμα του ο ναΐσκος της Παναγίας της Πρέκλας. Το εκκλησίδιον ήτο ευπρεπέστατον, ωραία στολισμένον, και είχε καλάς εικόνας –και μάλιστα την φερώνυμον, την γλυκείαν Παναγίαν την Πρέκλαν- σκαλιστόν χρυσωμένον τέμπλον, πολυέλαιον και μανουάλια ορειχάλκινα, κανδήλια αργυρά…
Την ημέραν εκείνην θα ετελείτο πανήγυρις εις τον ναΐσκον, τιμώμενον επ’ ονόματι της Κοιμήσεως…
…Είτα, κατά μικρόν, αφού είπεν όσα τροπάρια ενθυμείτο από στήθους, ύψωσεν ακουσίως την φωνήν, και ήρχισε να μέλπη το αθάνατον εκείνο:
«Απόστολοι εκ περάτων, συναθροισθέντες ενθάδε
Γεθσημανή τω χωρίω κηδεύσατέ μου το σώμα,
Και Συ, Υιέ και Θεέ μου, παράλαβέ μου το πνεύμα»,
...Και είτα προσέτι, παρεκάλει διά του άσματος την Παναγίαν, να είναι μεσίτρια προς τον Θεόν, «μη μου ελέγξη τας πράξεις ενώπιον των Αγγέλων...». Ω, αυτό είχε την δύναμιν και το προνόμιον να κάμνη πολλά ζεύγη οφθαλμών να κλαίωσι τον παλαιόν καιρόν, όταν οι άνθρωποι έκλαιον ακόμη εκούσια δάκρυα εκ συναισθήσεως…"

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
"Ρεμβασμός του Δεκαπενταύγουστου"