του Γιάννη Μακριδάκη
Εκεί ήµουνα, που να µην έσωνα, µα δεν επήρα χαµπάρι τίποτα, είχα από το πρωί µεγάλη σκοτούρα. Τους είδα βέβαια κουστουµαρισµένους να βολοδέρνουνε απάνω στο ντόκο, είδα και τους άλλους, µε τις µηχανές στα χέρια, να τρέχουνε από δω κι από κει µες στον ήλιο αλλά δεν έδωσα σηµασία. Είχα βούρλο στον κώλο, καταλαβαίνεις, καιγόµουνα.
Διότι είχα αφηµένο το παραγάδι κάτω από τις πέντε το πρωί κι η ώρα κόντευε έντεκα, ντάλα ο ήλιος, µια ζέστη να λιγοθυµάς, κι αυτοί να τριγυρίζουνε απάνω στο µόλο και να παίρνουνε πόζες, µα είχα εγώ καιρό για να κάθοµαι να τους βλέπω; Αποσπερίς βέβαια είχε κυκλοφορήσει µια φήµη πως θα ‘ρθει ο Πρωθυπουργός στο νησί µα δεν έδωσα βάση, µου το ’πε κι ο Μήτσος εκείνο το πρωί σαν πήγα στο µαγαζί του, πως θα ‘χοµε επίσηµες επισκέψεις και πως κάτι περιµένουνε να γίνει αλλά ούτε που κατάλαβα να σου πω την αλήθεια, δεν έκατσα να τ’ ακούσω προσεχτικά διότι βιαζόµουνα.
Εχανε το σωληνάκι, τόση δα µια τρύπα είχε κάνει κι έσταζε το πετρέλαιο σταγόνα σταγόνα µες στο καΐκι, καλά που το πήρα χαµπάρι και πρόκαµα να βγω όξω, µεσοπέλαγα ήµουνα, µόλις το ’χα καλάρει το παραγάδι κι ετοιµαζόµουνα να ’ρτω γιαλό, να χταποδέψω κάνα δίωρο και να πά’ να το σηκώσω ύστερα, ό,τι που είχε αρχίσει να ροδίζει η αυγή ήτανε, αλλά σαν έσβησα τη µηχανή κι έριξα τη σαλαγκιά στη θάλασσα, µε πήρε η βρώµα του πετρέλαιου, ανοίγω και τι να δω, πληµµυρισµένο το καΐκι. Βρε από πού χάνει, βρε από δω, βρε από κει, είδα κι έπαθα αλλά το βρήκα. Ενα τόσο δα τρυπαλάκι ήτανε, το κέρατό του και κόντεψε να µου αδειάσει το τάγκι. Τι να κάµω, πήρα απάνω τη σαλαγκιά, έβαλα µπρος και ήρτα στο λιµάνι βλαστηµώντας.
Εκανε µπουνάτσες καλές εκείνες τις µέρες και δεν είχα καθισιό, δόλωνα, καλάριζα, λεβάριζα, ξεψάριζα, νετάριζα, ξαναδόλωνα και πάλι τα ίδια, φούριες µεγάλες, κάθε µέρα ώρα πέντε το πρωί ήµουνα έτοιµος για µόλα, µα άξιζε τον κόπο διότι είχα βρει καλή γαρίδα, ζωντανή από την ανεµότρατα και χτυπούσανε σα διαολεµένα τα λιθρίνια κι οι σαργοί, και κάτι µουρµούρια του κιλού, θερία, καλά µεροκάµατα είχε κείνες τις µέρες κι είπα να µην κάµω καθόλου κράτει, µπας και βγάλω τα σπασµένα του χειµώνα αλλά έπαθα τη ζηµιά και µου κόπηκε η ρέντα.
Μάτι ήτανε, είµαι σίγουρος. Και ξέρω και ποιος πούστης µ’ έφαγε. Ο Φραγκούλης ο Σκορπιός. Είµαι σίγουρος.
Δεν υπάρχει καµιά περίπτωση να ήτανε άλλος διότι αυτός είχε πάθει το ατύχηµα εκείνες τις µέρες και δε µπορούσε να πάει στη δουλειά, µε τα δεκανίκια περπατούσε και βλαστηµούσε όλη µέρα κι όλη νύχτα που χάνει τις καλές µπουνάτσες, ποιος σου ’πε, ρε κερα τά, να καβαλάς µηχανάκι στην ηλικία σου, λες και είναι πια η µεγάλη απόσταση για να πας από το σπίτι ίσαµε το καΐκι, αλλά όχι, εκείνος πήρε µηχανάκι, κοπάνησε λοιπόν κάτω και χάλασε τον αστράγαλό του, ξάπλα του ’πε ο αγροτικός να κάτσει αλλά πού αυτός, ο κώλος του είχε καρφιά, έβλεπε τη θάλασσα κάλµα και σιχτίριζε. Και να σου τον κάθε πρωί να κατεβαίνει κούτσα κούτσα στο λιµάνι και να µετρά πόσα καΐκια λείπουνε, πόσοι επήγαµε στη δουλειά. Δεν έφευγε αν δεν εγυρίζαµ’ όλοι. Τον διάβολό µας είχαµε έβρει εκείνες τις µέρες που ήτανε ανάπηρος. Δεν επρολάβαινες να δέσεις και τσούκου τσούκου µε τα µπαστούνια ερκούντανε από πάνω σου ο κερατάς, κι όλο µες το µπουγέλο ήβλεπε, να δει την ψαριά, να τήνε φάει µε το µάτι του ο γρουσούζης.
Μια δυο τρεις µου το ’καµε και µετά πήρα µια µαξιλαροθήκη από τη γυναίκα κι ένα βρακολάστιχο παλιό και σκέπαζα το µπουγέλο σαν έµπαινα µέσα απ’ την µπούκα, τίποτα δεν είχε σήµερα, του ’λεγα µόλις τον έβλεπα να περιµένει σαν τον γλάρο από πάνω µου, τσάµπα τα πετρέλαια τσάµπα και τα δολώµατα, µα δεν το ’χαφτε ο διάολος, διότι ύστερα µ’ έβλεπε που σήκωνα το µπουγέλο για να το βγάλω όξω κι από τη δύναµη που έβαζα καταλάβαινε πόσα έχει µέσα, τον έβλεπα που ζύγιαζε µε το µάτι και κουνούσε την κεφαλή του µε ζήλεια, λες και του πήρα τα δικά του ψάρια, ναι, που να του βγει το µάτι, Θε µου, σχώρα µε. Εκείνη τη µέρα λοιπόν που ήµουνα µες στα νεύρα πρώτον µε τη ζηµιά και δεύτερον που θα µου τρώγανε οι σκουλόπετρες τα λιθρίνια, εκείνη τη µέρα λοιπόν που γύριζα άδειος, δεν ήτανε στο µόλο να περιµένει ο Σκορπιός. Μια µέρα, βρε κερατά, δε µε νοιάζει που θα µε δεις και µόνο σήµερα δεν είσαι απίκο, τόνε βλαστήµησα, έδεσα γρήγορα γρήγορα και πήδηξα όξω να πάω στου Μήτσου για το σωληνάκι. Μα ήτανε ακόµα κλειστός. Ηπια έναν καφέ και καθόµουνα στα καρφιά, έλεγα να πάω να το πάρω απάνω το παραγάδι και να ξανάρτω, να τη φτιάξω τη ζηµιά ύστερα, µα υπολόγιζα πως µε το ρυθµό που έσταζε το γαµηµένο, προλάβαινα δεν προλάβαινα να κάµω τη δουλειά.
Κι άµα µ’ άφηνε από πετρέλαιο µες στο πέλαγος, άντε ύστερα να ’ρτω πίσω µε τα κουπιά, δεν είµαι πια και είκοσι χρονώ, θα ξεκάµω µες στο λιοπύρι. Διότι δεν ξέρεις τι µπορεί να σου τύχει άµα φέρνεις απάνω το παραγάδι. Τρακόσα αγκίστρια ήτανε, µεγάλο, κοντά χίλιες οργιές, είχα και τέσσερα κολοκύθια βαλµένα απάνω, ένα κάθε εκατό αγκίστρια, για να λιγοστεύω τη φύρα, γιατί έχει µπλεξίµατα εκεί ο βυθός και µπορεί να σου κοπεί και να χάσεις το µισό, µεγάλη ζηµιά µπορείς να πάθεις, υπολόγιζα λοιπόν πόση ώρα χρειάζοµαι για να το φέρω όλο απάνω κι έλεγα να το ρισκάρω µα τελικά αποφάσισα να περιµένω πότε θ’ ανοίξει ο Μήτσος, να πάρω το σωληνάκι, να το αντικαταστήσω, να πάρω και ένα µπετονάκι πετρέλαιο για συµπλήρωµα και ύστερα να πάω.
Εκατσα λοιπόν στο καφενείο και τους άκουα που λέανε για την επίσκεψη, κατήβηκε και ο Δήµαρχος από νωρίς, σκουπίζανε την προκυµαία οι υπάλληλοι, λαµπίκο την κάµανε, κάτσανε ύστερα όλοι και περιµένανε, λέανε πως µάλλον θα κάµει και µια ανακοίνωση ο Πρωθυπουργός σήµερα και πως είναι πολύ µεγάλη διαφήµιση για το νησί που µας διάλεξε για να ’ρθει εδώ να πει όσα έχει να πει, τέτοια λέανε αλλά δεν έδινα σηµασία διότι είχα αλλού το νου µου.
Να µη στα πολυλογώ, σαν άνοιξε ο Μήτσος το µαγαζί, πήα και πήρα το σωληνάκι, µου ’πε κι εκείνος µια από τα ίδια, άσε µε, του λέω, να πάω να σιάξω τη ζηµιά και να φύγω, έχω να πάρω το παραγάδι απάνω, βιάζοµαι, µε τους πρωθυπουργούς θ’ ασχολούµαι, σάµπως εκείνοι ασχολούνται µαζί µου, εσύ, του λέω, που είσαι αργόσχολος, να κλείσεις το µαγαζί και να πας να τους προϋπαντήσεις, µη χάσεις. Κι έφυγα στα γρήγορα. Πήρα και από το Στεφανή ένα µπετονάκι πετρέλαιο και πήγα στο καΐκι.
Είδα κι έπαθα να το σιάξω. Ο ήλιος είχε ανέβει µισοούρανα, πάει η ψαριά, όλα θα τα ’χανε φαγωµένα οι σκουλόπετρες. Στο µόλο η κίνηση είχε αρχίσει να πολλαίνει, άκουα και κάτι ελικόπτερα που πετούσανε πού και πού από πάνω, σήκωνα το κεφάλι µου και τα ’βλεπα που κάνανε κύκλους, δε µας χέζετε κι εσείς µε τη φασαρία σας, είχα γίνει µούσκεµα στον ιδρώτα, τελικά το ’σιαξα, σηκώθηκα και είδα πιο πέρα την Καταδίωξη µε τις ελληνικές σηµαίες, όλο το χωριό µαζεµένο στον µόλο και οι κουστουµαρισµένοι να βγαίνουνε από ’να καΐκι, χειραψίες, φιλιά, λουλούδια, ιστορίες, έβαλα µπρος τη µηχανή να τη δοκιµάσω κι έφυγα αµέσως να πάω να λεβάρω.
Καλά που δεν είχα πάει προτού το σιάξω γιατί θα ’χα µείνει µες στο πέλαγος. Τρία µπλεξίµατα είχα εκείνη τη µέρα, το µισό παραγάδι κάτω µου ’µεινε, αυτός ο γρουσούζης ο Σκορπιός, τέλος πάντων, ας µην κολάζοµαι, µπορεί και ο Πρωθυπουργός να ’τανε ο υπαίτιος κείνη τη µέρα, πιο γρουσούζης αυτός, χέσ’ τα. Ούτε τρία κιλά ψάρι δεν επήρα, δυο τρία λιθρινάκια γερά, άλλα τόσα µισοφαγωµένα από τα µαµούνια, δυο σαργουδάκια µωρά κι ένα φαγκρόπουλο της λύπησης.
Γρουσούζικια µέρα, σου λέω. Να πάει και να µην ξανάρτει.
Αλλά δε µε φτάνανε όλα αυτά, είχα ύστερα και την τηλεόραση. Μπαίνω στο λιµάνι και βλέπω όλους τους επίσηµους στηµένους στο µόλο, δε µας έφτανε ο Σκορπιός που έκανε κάθε πρωί τον κατάσκοπο, τώρα είχαµε και την κρατική ηγεσία να µας ελέγχει. Σκέπασα το µπουγέλο µε τη µαξιλαροθήκη, έζωσα σφιχτά το βρακολάστιχο κι έπιασα τα παλαµάρια να πά’ να δέσω στη θέση µου. Ευτυχώς αυτοί στεκόντανε αλάργα. Μονάχα που έπρεπε να περάσω από πίσω τους. Εκανα πως ξεµπλέκω τα σκοινιά, πως ισιώνω το διάκι µη µε ρίξει απάνω στο µόλο, διάφορα τέτοια έκανα και πέρασα δίχως να τους βλεφαριάσω καθόλου. Σαν έδεσα, τα µάζεψα σβέλτα, ψάρια και εργαλεία και πήγα αµέσως στο σπίτι, φτου, σκόρδα στα µάτια σας, κερατάδες, µουρµούριζα σ’ όλο τον δρόµο. Μονάχα σαν µπήκα στον αυλόγυρο κι έκλεισα και την ξώπορτα, µονάχα τότε χαλάρωσα. Η Βιβή βέβαια έλειπε. Στην προκυµαία ήτανε µαζί µε τις φιλενάδες της. Οχι θα ’χανε τέτοιο πανηγύρι. Της πέταξα τα ψάρια στο νεροχύτη να τα καθαρίσει κι έκατσα αµέσως να νετάρω το παραγάδι. Πάνω από εκατό αγκίστρια είχα χαµένα κι έπρεπε να τα ξαναφτιάξω, µονάχα για φαΐ σηκώθηκα, το µεσηµέρι, σαν γύρισε η χάρη της κι έπιασε να µου δώκει ρεπόρτο, κάτι για µια σηµαντική εξαγγελία πως έκανε ο Πρωθυπουργός, πως µας έβαλε σ’ ένα διεθνές ταµείο και πως θα φτωχύνουµε όλοι από δω και µπρος µου ’λεγε, σηµασία δεν της έδινα, λες και ήµασταν πλούσιοι ώς τα τώρα, µα εκεί που έτρωγα, τσουπ, µου ’βαλε και την τηλεόραση, να δούµε λέει στα νέα το νησί που έχει την τιµητική του. Και τότε κατάπεσα τελείως.
Γιατί δείξανε κι εµένα οι ρουφιάνοι. Ναι. Σε µια στιγµή µε δείξανε σαν περνούσα µε το καΐκι από πίσω από τον Πρωθυπουργό την ώρα που ’κανε κείνες τις καταραµένες τις εξαγγελίες του, είχα ξεχασµένο και το µπουγέλο µε τα ψάρια κατάπλωρα, σκεπασµένο ευτυχώς, τινάχτηκα πάνω µε την µπουκιά στο στόµα κι έπιασα να φτύνω στον κόρφο µου σαν µε είδα, πάει, πάει, είπα, δεν υπάρχει περίπτωση να ξαναπάρω ψάρι, δε µου φτάνανε όλοι οι γρουσούζηδες που µε τριγυρίζουνε, τώρα θα ’χω και το µάτι του καθενός που µε ’δε στην τηλεόραση, άσε που µπορεί να βουλήσει και το καΐκι, Παναγία µου, σταυροκοπήθηκα, µου κόπηκε η όρεξη στο λεφτό, δε µπορούσα να το πιστέψω, φούσκωνα ξεφούσκωνα από τη σύχυση και δεν άκουα καθόλου τη Βιβή που µου ’λεγε δες εδώ και δες εκεί, έριξα µια µούντζα σ’ όλους, παράτησα το πιάτο µισογεµάτο και πήγα να ξαπλώσω. Ενιωθα µεγάλη αδιαθεσία. Από κείνη τη µέρα µ’ έπιασε ένας φόβος, τέσσεροι µήνες έχουνε περάσει ίσαµε µε σήµερα και δεν έχω ξαναµπεί στο καΐκι.
Ο Γιάννης Μακριδάκης είναι συγγραφέας και ζει στη Χίο. Γνωστότερα έργα του είναι: ο «Ανάµισης ντενεκές», η «Δεξιά τσέπη του ράσου» και ο «Ηλιος µε δόντια»