Μια γερασμένη κοινωνία είναι γερασμένη επειδή δεν έχει παιδεία, άρα δεν έχει δυναμική για να ανανεώσει τα κύτταρά της. Ζει σ΄ ένα αέναο παρόν.
Κι αν υποθέσουμε πως πίσω από την κατήφεια της ψυχής μας χαράζει ένα χαμόγελο; Οχι χαμόγελο «αισιοδοξίας», μιας και η λέξη είναι αρκούντως φθαρμένη για να είναι πειστική.
Μιλάω γι΄ αυτό το χαμόγελο που σου επιτρέπει να σταθείς στα πόδια σου όταν «τριγύρω σου όλοι τα ΄χουν χαμένα», όπως κάποτε έλεγε ο Κίπλινγκ. Χαμόγελο ελαφρώς ειρωνικό που σου επιτρέπει να πάρεις τις αποστάσεις σου από τον εαυτό σου και τους γύρω σου. Χαμόγελο πάντως ικανό να πετάξει στα σκουπίδια όλα αυτά τα γέλια και τα χάχανα που είχαν μετατρέψει το πρόσωπό σου σε ένα προσωπείο ανέκφραστο, καθότι ίδιο κι απαράλλαχτο με τον εαυτό του.
Ελάτε τώρα. Πόσοι από μας δεν την περίμεναν αυτήν την κρίση; Και δεν μιλάω μόνον για τους προφήτες της οικονομίας που δεν τους έβγαινε ο λογαριασμός. Μιλάω για όσους πάλευαν, με νύχια και με δόντια, να μην πάθουν ναυτία στο «τρελό καραβάκι» που άκουγε στο όνομα Ελλάδα.
Για όλους αυτούς που κοίταζαν πλαγίως τη γενικευμένη καψούρα ενός κόσμου ενθουσιασμένου από τον εαυτό του, τηλεπαρουσιαζόμενου και τηλεκατευθυνόμενου, λαμπερού επιδειξία της ανέξοδης ευμάρειας, της αρπαχτής και του αέρα. Πόσο μολυσμένο αέρα δεν αναπνεύσαμε αυτά τα χρόνια, πόσες φούσκες δεν κατάπιαμε, φούσκες πομπώδεις, γλιτσερές πομφόλυγες;
Μιλάω για τον πατέρα και τη μάνα που ενδιαφέρονταν τι βαθμό θα πάρει το παιδί τους στο σχολείο, σε πείσμα του προοδευτικού ετσιθελισμού που χρησιμοποίησε, για πόσες δεκαετίες τώρα, το παιδί σαν τον πελάτη που έχει πάντα δίκιο. Μιλάω για τον δάσκαλο που παίρνει τρεις κι εξήντα όπως οι άλλοι, όμως παλεύει να κρατήσει την αξιοπρέπεια μιας παιδείας γιατί ξέρει πως αυτή είναι η δουλειά του. Μιλάω για τους ανθρώπους του πολιτισμού, για όσους πάλεψαν, και τα κατάφεραν, να κρατήσουν ζωντανό μέσα τους το αίσθημα κάποιου καθήκοντος απέναντι στον εαυτό τους, στη δουλειά τους, στο περιβάλλον τους.
Ρώτησα τον φίλο Βλάντισλαβ Μπάγιατς τι έκανε όταν στο Βελιγράδι έπεφταν οι ανθρωπιστικές βόμβες το 1999. Με κοίταξε μ΄ εκείνο το ελαφρύ χαμόγελο της κατήφειας και μου απάντησε: «Τι να ΄κανα; Ημουν κρυμμένος σ΄ ένα υπόγειο κι έγραφα το βιβλίο μου». Σήμερα είναι ένας από τους πιο επιτυχημένους εκδότες και ένας από τους πιο γνωστούς συγγραφείς της Σερβίας.
Κι όταν λέω «άνθρωποι του πολιτισμού» δεν εννοώ τον περίφημο «πνευματικό κόσμο» της χώρας που τον ονομάσαμε έτσι για να τον αφήσουμε ήσυχο στην κατ΄ επάγγελμα αφασική σιωπή του. Μιλάω για όλους αυτούς που τόσα χρόνια, όσο το κοινωνικό σώμα έτρεφε την αρρώστια, όποια δουλειά κι αν έκαναν προσπαθούσαν να διασώσουν το αντίκρυσμα των δικών τους επιταγών, κάποιον σεβασμό στην παιδεία τους, κάποιο αίσθημα καθήκοντος, σ΄ εκείνο το «καθείς εφ΄ ω ετάχθη».
Η κοινωνική βία που ασκήθηκε πάνω τους κατάφερε να τους ρίξει στην άκρη. Τους χλεύαζαν, τους έλεγαν ηλίθιους, όπως ηλίθιος αισθάνθηκε κάποτε και ο κάτοικος του νησιού που μέχρι προχθές αισθανόταν άρχοντας, κι ας μην είχε φράγκο στην τσέπη του, και είδε το πρώτο 4Χ4 να καμαρώνει σαν γύφτικο σκεπάρνι στην πλατεία του χωριού του. Τους αφαιρέθηκε το δικαίωμα του λόγου, τους είπαν γκρινιάρηδες και οπισθοδρομικούς αφού δεν ήταν ακομπλεξάριστοι για να διασκεδάζουν όπως όλοι οι «κανονικοί άνθρωποι» στο ταβατούρι του νυχτερινού κέντρου που είχε γίνει η Ελλάδα. Αυτοί το ξέρουν καλύτερα απ΄ όλους. Πριν το παιχνίδι χαθεί στην οικονομία και τα ομόλογα, το παιχνίδι χάθηκε στην παιδεία και τον πολιτισμό. Και κανείς δεν ήθελε να το παραδεχθεί, όπως ο μεθυσμένος δεν θέλει να παραδεχθεί πως είναι μεθυσμένος.
Όλοι αυτοί την περίμεναν αυτήν την κρίση. Κι όσο κι αν ξέρουν πως θα την πληρώσουν και οι ίδιοι, ίσως και χειρότερα από τους υπόλοιπους, τη δέχτηκαν με κάποια ανακούφιση. Το «επιτέλους» βγαίνει αυθόρμητα, χωρίς ιδιαίτερη σκέψη, κι όσο κι αν η γενικευμένη κατήφεια είναι και δική τους υπόθεση το δικό τους ειρωνικό χαμόγελο είναι η μόνη διέξοδος απ΄ το σημερινό αδιέξοδο.
Στο κάτω κάτω ποτέ δεν ήταν υπόθεσή τους τα χάχανα του life style. Απλώς τους εμπόδιζαν να κυκλοφορούν στον δρόμο, τους είχαν αναγκάσει, χρόνια τώρα, να οργανώσουν τη ζωή τους σε κάτι σαν κοινωνική παρανομία η οποία, αν μη τι άλλο, αναγνώριζε την ύπαρξη νόμων στο εύφορο έδαφος της ανομίας.
Μην ανησυχείτε. Δεν ζητούν αποζημίωση για τις θετικές και αποθετικές ζημίες. Δεν ζήτησαν ποτέ εξάλλου. Το μόνο που ζητούν είναι να μπορούν να συνεχίσουν να κάνουν τη δουλειά τους, όπως την έκαναν ώς σήμερα και όπως ξέρουν να την κάνουν.
Ε ναι, τώρα που επιτέλους ξέσπασε η αρρώστια, τώρα που τα καρκινικά κύτταρα τρώνε το ένα το άλλο στον θλιβερό σκυλοκαβγά του «ο σώζων εαυτόν σωθήτω» ο οργανισμός το ξέρει πολύ καλά πως μόνον στα σιωπηρά αποθέματά του μπορεί να στηριχθεί.
Οι κοινωνίες δεν αυτοκτονούν - έχει και η αρχή της πλειοψηφίας τα όριά της. Οι κοινωνίες περνούν κρίσεις, όπως η ζωή του καθενός περνάει κρίσεις. Είναι απαραίτητες γιατί μόνον αυτές σου επιτρέπουν να πάρεις τις απαιτούμενες αποστάσεις από τον εαυτό σου, να δεις το σχήμα που μέχρι προχθές πνιγόταν μες τη βαβούρα της «πολλής συνάφειας».
"Το χαμόγελο της κατήφειας" του Τάκη Θεοδωρόπουλου ΝΕΑ 19/6/2010
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου